Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Κρεμάστε την!

Κρατούσε έναν ήλιο στο στόμα και ένα χαμόγελο στα μάτια. Τ’ άφωτα βράδια, απαλή σαν χάδι, στ’ όνειρα τριγύριζε. Τα σύννεφα σκόρπιζαν με κάθε της ανάσα. Η καρδιά ολόκληρο γαλάζιο αρχιπέλαγος. Τον κόσμο όλο χωρούσε: αυτόν τον με τις βάρκες, αυτόν τον με τα σαπιοκάραβα. Με χρώματα έντονα, κόκκινο βαθύ και πράσινο και λαμπερό στραφταλίζον κυανό έχτισε τον κόσμο της. Γεμάτο από παλίρροιες και δάφνες και θυμάρι. Τα παραθύρια της, γεμάτα γιασεμιά, γύρευαν την ηδονή του ξεχωριστού και του σπάνιου. Η σκέψη της άφοβα,  τα φαντάσματα που σ’ έρημα μέρη και σκοτεινά ζούσανε, κάλεσε στο φως. Πρώτα τα νίκησε κι έπειτα, έτσι ηττημένα, φίλους τα έκαμε. Καθάρισε το αίμα και τα σπασμένα γυαλιά απ’ τα δωμάτια όλα. Τώρα σε τοίχους και πατώματα ανάλαφρα οι λέξεις αιωρούνταν.
Αγαπούσε της θάλασσας τα ψάρια, τα πετούμενα τ’ ουρανού αγάπαγε. Για τη γη γέμιζε τρυφερότητα. Και για τους ανθρώπους; Ω πόσο τους λάτρευε, πόσο τις χαρές και τα κρίματά τους συμμερίζονταν! Δάκρυζε με το λίγο τους, με το μεγαλείο τους φούσκωνε από περηφάνια. Και όταν των Σειρήνων οι ωδές τους ξεστράτιζαν, κατανόηση γι' αυτούς έδειχνε μεγάλη. Μοναδική επιζούσα στον κόσμο των θλιβερών "νεκρών" με την κελαρυστή, σαν ποτάμι βουνίσιο, φωνή της σκόρπιζε αφειδώλευτα παρηγοριά όχι ως είλωτας, όχι ως μελλοθάνατος, ούτε και ως των άλλων παρατηρητής απλός. Γέλαγε, δάκρυζε, πονούσε, το χέρι άπλωνε, φώναζε το δίκιο, τα έχει της σκόρπαγε σ' αυτούς που πιο πολύ τα είχανε ανάγκη. Ζούσε!

Πίστευε στη χώρα των θαυμάτων, αυτή, η συλλέκτρια των λαμπρών αστεριών, που ήξερε να διαβάζει τα σημεία των καιρών στου ουρανού το πρόσωπο. Αθωότητα και γνώση πίστευε πως την προστάτευαν…

Μα οι θλιβεροί "νεκροί" καθώς βλοσυρά την κοίταζαν τους κήπους χαμογελαστή να διαβαίνει, κρεμάστε την, φώναζαν. Κρεμάστε την!