Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο πόνος μαύρος σκύλος π’ αλυχτά.






Σ’ έναν ουρανό σκοτεινό κρέμονταν ένα ισχνό, μισοφαγωμένο φεγγάρι. Στο λιγοστό του φεγγαριού φως, η γυναίκα με το συννεφιασμένο πρόσωπο και τα λυπημένα μάτια, έβλεπε αδιάφορα το θάνατο να περνάει μπροστά απ’ το νεκρό της παράθυρο. Το παγωμένο χνώτο του άφηνε σημάδια στα τζάμια των σπιτιών. Λίγα μαύρα πουλιά ίσα που ξεχώριζαν στα κλαδιά των δέντρων. Λίγες ώρες πριν, βουβά και νικημένα, είχαν πετάξει τις φτερούγες τους στις λάσπες. 

Φυσάει ένας αέρας άγριος. Η γυναίκα αρχίζει να τρέμει. Γίνονται κύματα τα χέρια, τα βουλιαγμένα της καράβια βγαίνουν στον αφρό. Χώνονται τα δόντια στην καρδιά,  ένας-ένας κόβονται οι κάβοι όλοι. Τα δάχτυλά της δεν έχουν τίποτα πια ν’ αθροίσουν. Δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν. Πουλιά νεκρά τα δάχτυλα, που νύχια ν' ακονίσουν δεν έχουν. Αυτή, η κληρονόμος των πουλιών, δέντρο δεν έχει να σταθεί λίγο να ξαποστάσει. Όλη τη νύχτα, φτύνοντας χολή, στα τάρταρα θρηνητικά πετάει. Το πρωινό, κατάκοπη, τσακίζεται κάτω απ' έναν κάτασπρο ουρανό. Ολοκαύτωμα γίνεται το άλαλον πνεύμα. Μήτρα κενή. Μαύρη νεφέλη. Πέντε οι άρτοι οι καμένοι. Άσπλαχνου θεού υιοί γινήκαν. Πληγή μεγάλη, θύρα προβάτων η ψυχή.

--------------------------

Τρία πνεύματα ακάθαρτα σύλησαν τον πρωινό αστέρα. Οι μέρες του, οιδήματα στο δέρμα. Ποίον έσταζε η κάθε του στιγμή. Ένας πυρετός, μια κακοφορμισμένη φούσκα η ζωή του. Σε στρυμόνες στιγμών, γονάτιζε ο εσφαγμένος. Σε θαλασσοπλάνητα όνειρα δεν ταξίδεψε ποτέ, παρά μονάχα στης βροντής το φριχτό μουγγητό, στης λύτρωσης τον αφεύγατο πόθο.

Σύγκορμο σπαρνεί το σώμα το χιλιοτρυπημένο, καθώς σκάει στις φλέβες του το αίμα κι αποκαλύπτει τις κακοφορμισμένες του πληγές. Γίνεται μαύρο νερό, γίνεται μια κλωστή λεπτή και κατάμαυρη το αίμα στις όχθες της ποταμοφόρητης νύχτας. Γίνεται δάκρυ στα μάτια του δυσοίωνου γκιώνη. Άγιο μύρο το δάκρυ. 

Της μοίρας του το φουστάνι χιλιοξεσκισμένο. Τους τρεις, του άδειου του σπιτιού, καθρέφτες τρία μαύρα πανιά σκεπάζουν: το ένα της πολυφίλητης γυναίκας, το άλλο του άξιου γιου, το τελευταίο της χαϊδεμένης κόρης. Οίκουρος όφις, σε ποίμνιο προβάτων αναπαύθηκε. Γέμισε το άμωμο στρώμα τάφρους. Η ουρά του θηρίου τα σπλάχνα του χτυπά. Το πελώριο στόμα του, τον καταπίνει.

--------------------------

Ο πόνος είναι μαύρος σκύλος π’ αλυχτά.