Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Καινούργια ταυτότητα





Και οι νεκροί έχουν ανάγκη από παραμύθια...
Zbigniew Herbert 


Δικό της τίποτα. Μονάχα οι μνήμες, που σαν κύματα ανελέητα αναδεύονταν στης ψυχής τον ωκεανό.

Όταν το φως της αυγής το σκοτάδι έσπασε, ήταν τόσο κουρασμένη που δεν μπορούσε άλλο να σκεφτεί. Τα μάτια έκλεισε και με ευγνωμοσύνη αφέθηκε σ’ έναν ύπνο βαθύ. Ονειρεύτηκε πως μια άλλη γυναίκα ήταν, κάποια άλλη με το δικό της όνομα, με τα δικά της ρούχα και σχήμα που, όμως, ανάλαφρα πετούσε στη σιγαλιά της νύχτας, που κολυμπούσε μαζί με της θάλασσας τ’ αφρόψαρα απαλλαγμένη από της δικής φτωχής ύπαρξης το βάρος. Ήταν πλέον κάποια άλλη. Ξαναγεννήθηκε περνώντας από τον αέρα στο νερό – μια γέννα αντίστροφη.

Ξύπνησε με μια δίψα φριχτή. Στεγνό το σώμα, στεγνά τα χείλη. Προσπάθησε από το κρεβάτι να σηκωθεί, αλλά της ήταν αδύνατο. Ο πρωινός ήλιος που απ’ το παράθυρο τρύπωσε ήταν ωχρός κι ο άνεμος φαντάσματα φορτωμένος. Πέρασε ώρα πολύ ώσπου να καταφέρει στα πόδια να σταθεί. Ήπιε στα γρήγορα έναν καφέ, ντύθηκε τι βάζει δίχως να προσέξει, χτένισε τα μαλλιά τ’ ατίθασα, μια τσάντα κρέμασε στον ώμο. Μετά, βγήκε έξω. Το φως της μέρας την ξάφνιαζε πάντα, καθώς έβγαινε απ’ το σκοτεινό το σπίτι. Μύριζε ο δρόμος βροχή. Κάτω απ’ τα πόδια υγρή η λάσπη γυάλιζε. Τάραζε των δέντρων τα φύλλα ο δυνατός αέρας. Βαδίζει γρήγορα, σκυφτή, αφηρημένη σφίγγει τη μάλλινη ζακέτα. Ένας περίπατος, στη λάσπη έστω, προτιμότερος ήταν απ’ του μικρού σπιτιού την ψυχρή σιωπή. Το βήμα επιτάχυνε, την Υπηρεσία είχε προορισμό. Να δηλώσει πρέπει τα στοιχεία, την καινούργια να βγάλει ταυτότητα. Φτάνει στην Υπηρεσία, τα έγγραφα συμπληρώνει, τα δίνει στον υπάλληλο.

‒ Όνομα; ο υπάλληλος της Υπηρεσίας ρωτά, εξετάζοντας τα χαρτιά που μπροστά του δειλά ακούμπησε.

Το βλέμμα της χαμηλώνει στου γραφείου τα στοιβαγμένα έγραφα.

‒ Ελένη, απαντά.
‒ Επώνυμο;
‒ Πετροπούλου
‒ Επάγγελμα;
‒ Πως είπατε;
‒Τι επαγγέλλεστε, κυρία;
‒ Επιβίωση, ψιθυρίζει. Το μοναδικό ήταν που της ήρθε στο νου.

Ο υπάλληλος δε σηκώνει τ’ απορημένο βλέμμα. Στου επαγγέλματος τη θέση, μετά απ’ ένα δισταγμό μικρό, οικιακά συμπληρώνει κι ύστερα υπογράφει, σφραγίζει, στην ταυτότητα ρίχνει μια τελευταία ματιά. Καταγεγραμμένη με μελάνι ανεξίτηλο και μαύρο. Τι σημασία έχει που εκείνη δεν ήταν παρά το φάντασμα αυτής της γυναίκας που κάποτε υπήρξε; Τι σημασία έχει που εκείνη δεν ήτανε η καταγεγραμμένη αυτή;

Καθ’ οδόν προς το σπίτι είναι το έρημο μ’ ό,τι της είχε απομείνει κρατώντας: Μνήμες σκληρές και μια καινούργια ταυτότητα.