Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Άστεγη ζωή


Αδιάβαστες λέξεις. λέξεις ανείπωτες. κατατρώνε ότι μέσα αφάγωτο.  ανέγγιχτες, παγώνουν στα χείλη. λέξεις λάμες στ’ ακρόφτερα. σέρνονται στο γυμνό κορμί. τρυπούν οι λάμες τη σάρκα. ξεσκίζουν βάρβαρα τους πόρους κι όμως ούτε σταγόνα αίμα δεν δακρύζει.

μνήμες βαθυκόκκινες. βλέμματα ρουφήχτρες. στιγμές κυκλώνες. βασανιστικά μακρόσυρτες στιγμές. ατσάλινα βέλη. απουσίες. γέλιο απάτη. μάτια που χώμα μυρίζουν, αλάτι και μετέωρο. τροχίζω τα δόντια. κρατώ το στομάχι στα χέρια και το δαγκώνω. λιμάρω τα νύχια. κόβω τον κόσμο σε φέτες. φλέβα πελώρια γεννιέται. σκαλώνει στα δέντρα η φλέβα. την παίρνει η μανταρινιά. κεντάει μ' αυτήν τα άνθη της. ποτίζει τα στόματα των φύλλων. μην παραιτηθείς φωνάζει. μη σε καταπιεί η λάμια η ανάγκη. 

επιστρέφω στους γαλακτικούς πόρους. σε μάνες-τροφούς ποταμών πηχτών και αηδιαστικών. που ξεχειλίζουν από κόπρανα ανθρώπων σφαγμένων. σε κόρες που θηλάζουν φωτιά. στους άγριους δρόμους του πολέμου. που θηλάζουν φόβο. στις γκρίζες σκοτεινές γωνιές των δωματίων. που θηλάζουν αγκάθια. σε άγριους τόπους και έρημους. 

νυχτώνει παραίτηση. κουρνιάζει σ’ αγκαλιά ματωμένη. πείνα και δίψα και φόβος και ικεσία. κουβάρι αξεδιάλυτο πεταμένο σε χώμα γόνιμο. θεριεύει. ρίζες απλώνονται παντού. μπαίνουν οι ρίζες στα δωμάτια όλα. σκάει το πάτωμα παντού. το σπίτι εκρήγνυται. σε κομμάτια χιλιάδες. σοβάδες, δοκάρια, πλακάκια σκορπούν στον ορίζοντα. θρύψαλα αιωρούνται. από σπασμένες τσαγιέρες. από σπασμένους καθρέφτες. απ’ αγγεία σπασμένα. νυχτώνει άρνηση. κενό. σκόνη. σκοτάδι. κενό. νυχτώνει. 

ζωντανός άστεγος φόβος – νεκρή άταφη ζωή.