Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Σε ποιον να μιλήσω;




Ας ουρλιάξει τουλάχιστον κάποιος μέσα σ' αυτή τη σιωπή, μέσα σ’ αυτόν το λευκό των παραδομένων κύκλο. Εϊ σε σας μιλώ! Τ' ανδρείκελα με τις μπάλες τις σιδερένιες σε πόδια και ψυχή που βήμα στης ευμορφίας τη γιορτή δεν κάνουνε. Σε σας με τα σφαγιασμένα στόματα που λέξη δε λένε.

Ανοίξτε τα παράθυρα! Εδώ μέσα αναδίδει πτωμάτων σαπίλα. Σα λύκος ουρλιάζει, σα θάνατος μυρίζει η τόση της ένοχης σιωπής η μοναξιά. Έρχεται και σε σφίγγει, όλο το σώμα παραλύει της ήττας η ενοχή.

Εϊ σου λέω! Θα ήθελα να μιλήσουμε μαζί. Να σχεδιάσουμε σχήματα πλεύσιμα. Ν’ εμπιστευθούμε την πιο τρελή μας σκέψη σ' ένα μπαλόνι κόκκινο. Καθώς το φως θα πέφτει χωρίς να εκπίπτει, πολλά θα μπορούσαμε να πούμε την ένοχη σιωπή να πέσει αφήνοντας στο σκότος. Πολλά να πούμε. Χρωματίζοντας το χιόνι το λευκό. Εμείς θα μπορούσαμε κόκκινο. Εμείς πορτοκαλί. Εμείς βουνά για τον αντίλαλο. Εμείς θάλασσα για το βυθό. Ένα κύμα χρωμάτων στου ουρανού το μύθο. Ένα σύννεφο αντικατοπτρισμού στης θάλασσας το μετέωρο.

Θα ήθελα πολύ να μιλήσουμε με τις πράξεις τις γενναίες που μας έχουνε στερήσει. Να βαδίσουμε προς την ένδοξη ομιλία μ' όλες τις προστακτικές του μέλλοντος. Μ' όλες τις δοτικές της αγάπης. Που είναι αυτές; Που πήγανε; Σε ποια πνιγήκανε του ποταμού πληγή; Ξέρουμε καλά τις εκβολές, μα τις πηγές μας όχι. Τις πηγές να μάθουμε! Τα πολύχρωμα φορέματα των επαληθεύσεων απ' της μνήμης τα θροΐσματα να ενδυθούμε. Ζωή με δροσερό αεράκι, με φως ως φυλλοθρόισμα απαλό.

Δεν απαντάς κι εγώ θέλω τόσο πολύ να μιλήσω! Αλλά σε ποιον; Στο χρόνο; Σ’ εκείνον που κάθισε πάνω στις καρέκλες τις άραχλες και μαύρες; Μέσα σ' άδεια σπίτια να μιλώ; Σε βλέμματα άδεια και χέρια κενά να κάτσει η φωνή μου;

Σε ποιον να μιλήσω; Πες μου!