Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Επίσκεψη




Τι καλά που ήρθες! Κάτσε εδώ. Να τα πούμε θέλω. Μου έλειψες πολύ. Να σου κάνω καφέ; Όχι; Καλά, όπως θες, δεν επιμένω. Κάτσε εδώ. Σε τούτη την πολυθρόνα, τη μανιώδη συλλέκτρια σκόνης. Μονάχα για σένα την ξεσκόνισα. Για σένα μονάχα.

Γιατί; Μα δεν το βλέπεις; Άδειασαν ένα-ένα τα δωμάτια. Άχθος ανθίζει παντού σιωπής οχληρής. Ενδύθηκα κι εγώ τη ρυπαρότητα του τίποτα. Βυθίστηκα στη σιγή των άδειων δωματίων νιώθοντας πάντα μια υποψία παγωμένου αέρα να χαϊδεύει το, από καιρό, εκπατρισμένο σώμα. Με τον καιρό ήρθε και η σαπίλα. Μούχλα στους τοίχους. Κάθε τόσο την ψηλαφίζω. Μήπως έτσι κάτι κρατήσω. Κάτι κρατήσω ζωντανό. Γεμίζει η παλάμη ανέμους, ενίοτε και φίδια. Πέτρες πάνω στις πέτρες το σπίτι. Το γεμάτο σκάλες. Το γεμάτο πόρτες και σκάλες στο χάος. Όλα μισοτελειωμένα, όλα τεράστια. Τι τα 'θελα τα τόσο μεγάλα; Τι τα 'θελα τα τόσο πολλά; Άστεγη κάτω απ' τη στέγη παρέμεινα.

Αλαφροΐσκιωτη σε γκρεμούς και φεγγάρια. Τα βράδια αγέρας άγριος κρούει τη θύρα. Είναι φορές που πέφτω στα γόνατα. Ικετεύω την ώρα της ανατολής. Να πέσει στην αγκαλιά μου ο ήλιος. Ικετεύω. Η ανάσα μου σέρνει από πίσω της σκόνη. Φωτιά η ανάσα μου που βρυχάται στο στήθος. Πληγή που χάσκει ανοιχτή και σιωπά. Σιωπά και βαδίζει ασθμαίνοντας. Στα υπόγεια περάσματα των ανθών και των γρίφων. Στη θύμηση την αφύλακτη. Στην άγονη γραμμή των απόκρυφων πόθων. Δρόμος πολύς για να φτάσεις στων δακρύων την πηγή. Δρόμος πολύς ως τη σκήτη τους. Στο χείμαρρο αφήνομαι. Γλιστρώ και κρύβομαι. Ξεγελιέμαι και βγαίνω. Παραμονεύω. Θα βουτήξω; Θ' αποδράσω ή αιχμάλωτη θα μείνω;

Μα τι φλύαρη που είμαι! Από τα μούτρα σ’ έπιασα ακόμα δεν ήρθες! Σίγουρα δε θες έναν καφέ; Να σου κάνω; Κόπος δε μου είναι. Όχι; Τι; Φεύγεις κιόλας; Κάτσε λίγο ακόμα μαζί μου. Μίλα μου για σένα. Έχω κι εγώ τόσα ακόμα να σου πω.