Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Το μεταλλικό κουτί




Οι πέτρες αναδεύονταν και κροτάλιζαν κάτω απ’ τα βιαστικά βήματά της.  Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι όταν έφτασε δίπλα στο ποτάμι που οι όχθες του ήταν γεμάτες από ασφοδέλους και νάρκισσους. Το ποτάμι τούτο έρρεε στους πρόποδες του βουνού που είχε ένα παράξενο, ζοφερό  όνομα.  Το λέγανε το Βουνό των Νεκρών. Παρά την υγρασία ήταν γλυκός ο καιρός, μια ατμόσφαιρα χλιαρή με φθινοπωρινές αποχρώσεις του μωβ, του γκρι και του χρυσού. 

Ο θρύλος έλεγε πως τούτο το βουνό χρεώθηκε μ’ έναν όρκο  ιερό που κάποτε δόθηκε στα ριζά του. Αιώνες τώρα στέκεται, εκεί, βουβό. Βουβό και ακίνητο. Με τον παγωμένο άνεμο να τυλίγει τις κορφές του. Γυμνό, γέρικο βουνό ραγισμένο. Λένε πως, κάποτε ένα παιδί βρήκε σε μια πλαγιά του την πέτρα που μιλάει. Λένε ακόμα, πως ήταν χαραγμένη με όλους τους πόνους της σιωπής του βουνού. Η χαραγμένη πέτρα, λένε, κάποια βράδια έκλαιγε.  Ήταν αυτή που κύλησε και στάθηκε στις όχθες τούτου του ποταμού, που από τότε τον ονόμασαν Ποτάμι της Λύπης. 

Κοίταξε γύρω της: ένα τοπίο υγρό, μαλακό, εύθρυπτο. Ονειρικά τυλιγμένο από κινούμενες δέσμες ομίχλης. Στον ουρανό τα πουλιά πετούσανε με φτερουγίσματα άρρυθμα. Στ’ αυτιά της έφταναν ήχοι νερού γαργαριστού και φύλλων θροΐσματα. Συρίγματα μιλητικά γέμιζαν τον αγέρα που ανέπνεε.  Ένοιωσε μια παράξενη φόρτιση ‒ μια ανατριχίλα αδιόρατη, λες και οι ζωές που πέρασαν από εδώ άφησαν στο πέρασμά τους ανεξίτηλες τις ανάσες τους. 

Τα μάτια της τα τώρα γεμάτα από υδάτινα περάσματα, κατάμαυρα με μια βούλα χρυσού στην πάνω άκρη ‒λες και κάποτε έσταζε μέσα τους ο ήλιος‒ σάρωσαν το έδαφος. Στάθηκαν εκεί που εντόπισαν την πέτρα που μιλάει. Γέμισε από μια ξαφνική επιθυμία που την αναστάτωσε πολύ, ν' αγγίξει τη γαλάζια φλέβα των δακρύων της πέτρας.  Έστρεψε γρήγορα το βλέμμα της, που στα βάθη του πρόβαλε μια ακόμα σταγόνα ερέβους, αλλού. Η λύπη την αποδυνάμωνε κι αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ ξανά στον εαυτό της.  

 Έχωσε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε από μέσα ένα μικρό, μεταλλικό κουτί. Ωχρή, βυθισμένη σε σκέψεις που έμοιαζαν οδυνηρές έσκαψε όσο πιο βαθιά μπορούσε, έθαψε το κουτί με φροντίδα περισσή, σκεπάζοντάς το με μπόλικο μυρωδάτο χώμα μέχρι που δεν απέμεινε κανένα ίχνος ικανό την παρουσία του να προδώσει.

 Ένας βαθύς ήχος ακούστηκε, θαρρείς απ’ αβύσσους.  Ένας ήχος που ξύπνησε τους κοιμισμένους αιώνες της σιωπής του Βουνού των Νεκρών. "Υπόσχομαι" ψιθύρισε γεμάτη ευλάβεια στο βουνό "πως κάποτε, όταν θα νιώσω αρκετά δυνατή θα ξανάρθω. Θα βγάλω την καρδιά μου από τούτο το θαμμένο μεταλλικό κουτί και με αγάπη άφατη θα την βάλω ξανά στη θέση της. Ναι, δεν μπορεί παρά να ξανάρθω"...