Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Το άγαλμα


















Ζωή; Τι ζωή; Μ’ ανθρώπους απόηχους ανθρώπων, μ’ έρωτες φαντάσματα ερώτων. Άνδρες που αισθήματα κι άνθη αφήνουν στο τραπέζι. Γυναίκες, που  σαν κρυστάλλινα δοχεία πάνω σε γυαλισμένα έπιπλα, προσμένουν. Τι; Το σώμα δεν επιστρέφει τα των ερώτων που του χαρίστηκαν. Δες! Υψώνονται αράχνινοι οι έρωτες στους ουρανούς του χρόνου. Ύστερα βυθίζονται ληθάρπαστοι σε λίμνη σκοτεινή. Το έζησες. Δεν το 'ζησες;

Σταχτίζω παρελθόν και νιώθω ν’ αναπνέω γιασεμί. Ανθίζω τη στάχτη και τη σκόνη αναπολώντας τη ζωή. Τη ζωή που φεύγει μακριά μας. Απέναντι περνά. Φεύγει η ζωή μακριά μας και απέναντι. Να φύγω κι εγώ θέλω, μα δεν μπορώ. Τ’ αγάλματα ριζώνουν μα δε μετακινούνται. Πύκνωσε η ζωή μου σε μάρμαρο. Η πλάτη μου βαριά ζωή σηκώνει.

Ώσπου τρομάζω και ξυπνώ. Από το αίμα ξυπνώ. Το αίμα το κοχλάζον. Το παρελθόν σαν ένα πορτοκάλι άγουρο και στυφό π' ωριμάζει στη γεύση στιγμών χαριών, αφήνοντας για λάφυρα λίγα κουκούτσια πόνου. Το αίμα κυλά αφήνοντας πίσω του αισθημάτων λεκέδες. Χάνονται στο χρόνο οι σύντροφοι και οι εχθροί. Στην οθόνη των μύθων κυριαρχεί το λευκό. Θεατές γινόμαστε πίσω απ’ τα κάγκελα της μεγάλης του νου φυλακής. Αυτά που ήθελα πια δεν τα προσδοκώ.

Άνεργη, πλέον, του χρόνου. Εποχική, μονάχα, συλλέκτρια πορτοκαλιών. Αφελής τροφοδότρια των στιγμών. Ασχολήθηκα με την άγρα των λέξεων, πλανήθηκα σε πορτοκαλεώνες, νόμισα ότι κόμιζα καρπούς εύχυμους – ενώ το μόνο που κόμιζα ήταν κουκούτσια και οστά… 

Σ' όχθη λασπωμένη τα πόδια βουλιάζουν. Είπα να φθάσω στη θάλασσα ακολουθώντας το ποτάμι, μα όλο και βουλιάζω απέναντι κοιτάζοντας. Τους πολλούς εαυτούς κοιτάζω να προχωρούν σε κατεύθυνση αντίθετη μαζεύοντας μαργαρίτες – μόνο τα παιδιά φθάνουν στις πηγές. Το ποτάμι πλαταίνει κι όλο ξεμακραίνει η απέναντι όχθη. Δεν τη βλέπω πια. Μόνο βυθίζομαι στη λάσπη που αυξάνεται. Σε λίγο τα πόδια θα είναι από πηλό. Οι σκέψεις από χώμα.  Ίσως αφεθώ ν’ επιπλεύσω μέχρι τον πνιγμό που υπόσχονται οι θανάσιμοι νυγμοί της νοσταλγίας.  Ίσως αφεθώ στις ηδονές.  Ίσως να ταξιδέψω.

Μα... Εδώ. Ρίζωσα εδώ.
Μόνη κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Χωρίς ήλιο δεν μπορώ και είπα να δροσιστώ στους ίσκιους της ακριβής μου ρέμβης.
Αν έτσι άγαλμα και συ, μείνε. 
Αν πάλι όχι, άμε στο καλό!