Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Ένα όνομα χρειάζομαι





Αστυνομία. Νεκροτομείο. Ληξιαρχείο. Εκθέσεις. Πορίσματα. Φύλλα συμπληρωμένα με στοιχεία που φουσκώνουν ντοσιέ τα οποία σκονίζονται στα ράφια των αρχείων. Η γραφειοκρατία του θανάτου π΄ αλέθει τα στοιχεία της με στροφές λέξεων και λακκούβες αριθμών.  Έτσι προχωράει ο κόσμος. Όλα περνούν και όλα ξεχνιούνται. Μένουν μόνο οι αιτήσεις. Οι συμπληρωμένες στο ληξιαρχείο από τους επιζήσαντες. Οι σφραγίδες. Οι επικυρώσεις. Τα ποσοστά, τα στατιστικά.

 Ένας κατάλογος με πάνω από 4.000 ονόματα: οι νεκροί. Μια πόλη ολόκληρη, μια νεκρόπολη. Τα ονόματά τους είναι ό,τι απέμεινε. Τα ονόματα κι ανάμεσά τους εκείνο τ’ όνομα. Για αρχή. Η πρώτη νότα μιας χορωδίας που θέλω ν’ ακουστεί δυνατά, μετά από τόση σιωπή. Ποτέ ξανά τόση σιωπή.

Στοιβάζουν τα λείψανά τους, εκατοντάδες, χιλιάδες μέσα σ' αυτό το χώμα. Μέσα σ’ αυτή τη χώρα-ερείπιο.  Έτσι όπως ξέρουν οι Δυνάμεις. Βίαια, χωρίς τίποτα στην τύχη ν’ αφήσουν. Τίποτα. Από κάποιους έκλεψαν το γέλιο, απ΄ άλλους το σπίτι, κάποιους τους έδειραν με το κοντάκι της πείνας ή με τη μαγκούρα της ανεργίας, όπως κτηνάνθρωποι θα έκαναν σ’ αδέσποτο σκυλί. Μερικοί δάγκωναν τα χείλη μέχρι να τα ματώσουν. Δάγκωναν τα χείλη για να μην ουρλιάζουν. Μερικούς τους σημάδεψαν στον κρόταφο με τα χρέη-περίστροφο.  Έφυγαν για τη νεκρόπολη σημαδεμένοι, ανέστιοι και άνεργοι.

Σπύρος Σκούρτης: να, έτσι ονομαζόταν.  Ένα τέλειο όνομα για έναν άνθρωπο του λαού, αν εξακολουθεί να σημαίνει κάτι, για κάποιους, η λέξη λαός. Όνομα χειρωνάκτη. Ένα όνομα όμορφο που σε κάνει να σκέφτεσαι χέρια φαρδιά σαν φτυάρια ή σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο. Να σκέφτεσαι το καλό κουστούμι για τις γιορτές, το ποτήρι με το κρασί για το κυριακάτικο τραπέζι.

Σπύρος Σκούρτης: ονομαζόταν έτσι, δεν ξέρω τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν. Μόνο λίγες λεπτομέρειες. Που δεν φτάνουν για να διηγηθείς μια ζωή. Λοιπόν ξέρω ότι ήταν 46 χρονών, ξέρω ότι υπηρετούσε ως υπολοχαγός στο Καπανδρίτι, ότι ήταν αρχιτεχνίτης των πυραυλικών συστημάτων. Ξέρω πως προσπαθούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά εργαζόμενος σε δεύτερη δουλειά τ΄ απογεύματα και πως το στεγαστικό δάνειο που είχε πάρει πριν από κάποια χρόνια είχε γίνει θηλιά στον λαιμό του και καθημερινά τον έπνιγε. Μια μέρα θα μπορούσε ν’ αποκτήσει εγγόνια απ' τα δυο του παιδιά, θα μπορούσε να γεράσει ήσυχα μαζί με τη γυναίκα του. Αλλά ήταν ένας ακόμη, απ΄ τους εκατοντάδες χιλιάδες, πνιγμένος στα χρέη. Θα μπορούσε, μα δεν θα μπορέσει ποτέ...

Τον χρειάζομαι, κόντρα στους στυγνούς αριθμούς των ειδήσεων, κόντρα στους αριθμούς που μας κυνηγούν, ένα μηδενικό πίσω από ένα άλλο. Πείτε μου, εσείς, πώς μετριούνται χιλιάδες ζωές; Σε τι αντιστοιχούν; Ψεύτικα νούμερα, αδιανόητα. Δεν υπάρχει ζωή που να μπορεί ν’ αθροιστεί μ' άλλες ζωές. Δεν αθροίζεται ό,τι είναι μοναδικό κι ανεπανάληπτο.

Γι’ αυτό τον χρειάζομαι, ένα όνομα στον κατάλογο των ονομάτων. Και που τελικά είναι ό,τι απομένει μετά τις τραγωδίες των λαών ή τα εγκλήματα της ιστορίας που δυστυχώς δεν γράφουν οι λαοί.

Τόσοι νεκροί, ποτέ τόσοι πολλοί νεκροί. Ποτέ τόση σιωπή. Μια σιωπή χειρότερη και απ’ αυτή που υπάρχει στον βυθό της θάλασσας. Μια σιωπή που είναι ένα μυστήριο σ’ αυτή την ιστορία του φριχτού, απάνθρωπου πολέμου εν καιρό ειρήνης.

Σπύρος Σκούρτης: ένα όνομα που είναι μια πράξη δικαίου να παραμείνει στη μνήμη, αλλά και αδίκου για όλα τ’ άλλα ονόματα που δεν γνωρίζω.  Έτσι πάντα γίνεται στις τραγωδίες και τα στυγνά εγκλήματα των Δυνάμεων. Δεν μαθαίνουμε ποτέ ούτε όλα τα ονόματα ούτε τον πραγματικό αριθμό των νεκρών.

Πάντα σχεδόν χρειάζεται ένα όνομα. Τουλάχιστον, εδώ, ένα όνομα υπάρχει. Αυτό το όνομα θα χρησιμοποιήσω: Σπύρος Σκούρτης, πρώην κάτοικος Χαλκίδας - νυν κάτοικος νεκρόπολης. Ζωή ανάμεσα στις ζωές. Ανάσα ανάμεσα στις ανάσες. Ματιά ανάμεσα στις ματιές. Κορμί ανάμεσα σ’ άλλα κορμιά. Κάτω βαθιά. Στη σιωπή του βυθού ριγμένο...

Αυτό το όνομα έχω να μαρτυρήσω
εγώ, η μέχρι τώρα επιζήσασα...





*με κίνητρο τη σπουδαιότητα της μνήμης και με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου "ΠΑΟΛΟ ΤΣΙΑΜΠΙ, Η ΚΑΡΑΒΑΝΑ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ,  Ένας μονόλογος για τους αλησμόνητους νεκρούς του ORIA".