Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Ποτέ πια!



Οι εικόνες έρχονται σκληρές απολιθωμένες απάνθρωπες. Μένουν στα μάτια μετέωρες. Ύστερα σωριάζονται με γδούπο στα πλακάκια. Ο αέρας πυκνώνει επικίνδυνα. Σφίγγει το κεφάλι της μια μέγγενη. Τα διάκενα του μυαλού της πήζουν. Βουτά ως τα βάθη μιας ζωής ασάλευτης. Φτάνει ως το βυθό. Βίαια προσπαθεί ν’ αναδυθεί. Τότε απροειδοποίητα τη  χτυπά των δυτών η νόσος. Φυσαλίδες αζώτου. Τα αιμοφόρα αγγεία αποφράσσονται. Γίνεται άκαμπτο το σώμα. Πονάνε οι αρθρώσεις. Πονάει αφόρητα. Παραλύει. Όπως τότε που η απόληξη εκείνου του χεριού μαχαίρι ήτανε.  Όπως τότε που η απόληξη εκείνου του χεριού ήταν μαλλιά ξεριζωμένα. Με τρόμο κι οδύνη σηκώνει το χέρι της. Σκουπίζεται.  Όπως τότε που το πρόσωπό της μουσκεμένο με σάλιο απεχθές ήτανε.  Όπως τότε που πάνω του, μπλε κίτρινη μαβιά φτύνανε χολή.

Ουρλιάζει μέσα της.  Έξω σιωπηλή. Ο απροσμέτρητος  φόβος σφραγίζει το στόμα. Κλείνει τ’ αυτιά της. Τ’ αυτιά που τα τρυπούν λέξεις απάνθρωπα χυδαίες. Όπως τότε που το στόμα σκισμένο.  Όπως τότε που δόντια μύτη χείλη και μάτια αίμα στάζανε.  Όπως τότε που σε κομμένες φλέβες στάζανε απελπισίας οροί.

Σωριάζεται στο πάτωμα.  Ένα μικρό κουβαράκι απροστάτευτο. Κείτεται εκεί στο πάτωμα, ανάμεσά τους, λιπόθυμη. Στα ρουθούνια της δυσωδία έρχεται από αίμα, κόπρανα και εμετό. Η δική της βρώμα είναι. Αυτός, ο δικός της αιθέρας, την ξυπνά. Μόνη της, ύστερα απ’ ώρα πολύ, σηκώνεται. Σέρνει τα βήματά της ως το μπάνιο. Αφήνει ανήλεα τα μάτια της στον καθρέφτη να πέσουν. Τρομάζει. Λυγίζει. Θυμώνει. Με λύσσα μεγάλη πρόσωπο χέρια σώμα μυαλό και μνήμη ξεπλένει. Να γίνει πεντακάθαρη θέλει. Για πάντα ν' απαλλαγεί απ' το όνειδος τούτο. Τις εικόνες του εφιάλτη θέλει να διώξει. Τον πόνο, που ακόμα και τώρα κάποιες αδέσποτες στιγμές, ολοζώντανος στρογγυλοκάθεται μέσα της. Τα νύχια μπήγει στη σάρκα. Στην ψυχή της τη ρακένδυτη φορά καινούργια φτερά.

Δεν κρυώνει πια. Δεν κρυώνει. Δεν κρυώνει. Δεν κρυώνει.
Τώρα τα νύχια της, νύχια πουλιού. Τώρα τα μάτια της γάλα και μέλι.
— Ακούς μαμά; Δεν τρέμει πια. Δεν πονάει πια. Τώρα πια δε λυγίζει.
Τ' ακούς μαμά; Ακούς; Χέρια πόδια σπασμένα, μα καινούργια φτερά.  Ένας εφιάλτης ήτανε που τώρα πέρασε. Καινούργια φτερά τώρα μαμά. —

Όχι. Τώρα πια δεν κρυώνει...