Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Η νύχτα των τραυμάτων



Τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων. όλα κυλούσαν προβλέψιμα και ανιαρά, μέχρι τη στιγμή που ένας άντρας με καπέλο κόκκινο εμφανίστηκε. κοίταξε προσεκτικά γύρω-γύρω, έβαλε ανάμεσα στα χείλη του ένα φύλλο καταπράσινο, έκλεισε τα μάτια και έπαιξε μουσική μαγική. με ένα φύλλο καταπράσινο μονάχα. όλοι με μιας μαγεύτηκαν. μοσχοβόλησε η αίθουσα κανέλα και μέλι και θυμάρι. σώματα ξερά του καταχείμωνου, σώματα κλώνοι γυμνοί, μυρτιές γινήκαν κι ανθοβόλησαν.

ξαφνικά, ο παράξενος άντρας με το κόκκινο καπέλο πέταξε το φύλλο ψηλά. τότε, εκείνο το φύλλο, μεταμορφώθηκε σε περιστέρι πάλλευκο που στις φτερούγες του ανάμεσα χιλιάδες νότες έκρυβε. πανέμορφο και αθώο βγήκε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, ως τα σύννεφα. απ' όπου πετούσε έσπερνε νότες μουσικής. απ' όπου πετούσε άνθρωποι άνυδροι άνθρωποι διψασμένοι βγαίναν στους δρόμους και ξεδίψαγαν στης ευφορίας το εύσπλαχνο, τ' άγιο ποτάμι. στη νύχτα των πάντων και του τρομερού μακελειού με την αιματηρή δίψα, με το τσεκούρι του δάσους και το μαχαίρι του ψωμιού. στο σκοτάδι το δικό σου και των άλλων ένα πάλλευκο περιστέρι έσπερνε νότες μουσικής. ω, τι γαλήνη γεννήθηκε όταν κοιμήθηκε η νύχτα μαζί με τ' άστρα της κάτω από πάπλωμα κατάλευκων νιφάδων. με το φεγγάρι της μισοκρυμμένο σε πέπλα ομίχλης, με τα δέντρα της γυμνά πλανεμένα από μικρές κρυστάλλινες λεπίδες, με το κατάλευκο χιόνι της που κράτησε ανέπαφη την αθωότητα της γης! ω τούτη η νύχτα των πάντων!

πριν αλέκτωρ φωνήσαι, ο άντρας με το κόκκινο καπέλο ως δια μαγείας χάθηκε από την αίθουσα. τότε, το πάλλευκο περιστέρι που νότες έσπερνε έπεσε λαβωμένο, αιμόφυρτο πάνω στο χιόνι. τα σκυλιά άρχισαν ν’ αλυχτούν. οι ψίθυροι των νεκρών σίγησαν. εφιάλτες και στάχτες ψυχών γέμισαν τον ουρα­νό και κάλυψαν το χιονισμένο χώμα. τ’ άνθη του λυσίανθου κάηκαν. μάτωσαν μάτια και δάχτυλα και κύτταρα. άνοιξαν οι φτερούγες των επτά Τιμωρών.

φθηνέ θνητέ μικρούλικε θνητέ μου, άκουσε… άκουσε… ανάσες κολασμένων ζητούν πίσω ξανά το περιστέρι το πάλλευκο. μάγοι και μάγισσες με σκούπες πετούν και ψάχνουν. πετούν και οι γύπες χαμηλά, προμήνυμα θανατηφόρο μεταφέροντας. νύχτα μαγική σαν φαντασία. νύχτα εφιαλτική σαν πραγματικότητα. κοινωνός της σκέψης των χάρτινων ηρώων της. κοινωνός των παθών των ερώτων και των θανάτων της. του φωτός και του ερέβους νύχτα, του πιο ζωντανού και πιο νεκρού μας σύθαμπου. ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι βγάζει ο ουροβόρος όφις την φαρμακερή του γλώσσα: παν που περιβάλλει παν ότι παρέχει γένεση, σφυρίζει. λίγο αργότερα, γεμίζουν οι δρόμοι από κουδουνοφόρους τραγόμορφους και ληστές σαράντα. γυναίκες φοβισμένες αμπαρώνονται στα σπίτια τους κλείνουνε τα παράθυρα τις πόρτες ασφαλίζουν.

τα φώτα, στην μεγάλη αίθουσα του χορού, ήταν αναμμένα εκείνη τη νύχτα των τραυμάτων κι όλα κυλούσαν προβλέψιμα, μέχρι που ένας άντρας με κόκκινο καπέλο...