Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Λίγο ακόμα κοντά μου μείνετε


Σε μια Αθήνα τραυματισμένη. σ’ έναν πολυσύχναστο απ’ ανθρώπους κι αγρίμια δρόμο. ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, όμορφο πολύ, χέρι με χέρι αργά προχωρά. ο κύριος γύρω στα 84. στεφανωμένος απ' των χρόνων του το λευκό. με της ζωής του τις παλίρροιες ντυμένος. λυγισμένος. τον δυνατό για κείνη καμώνοντας. η κυρία γύρω στα 76 δυσκολεύεται πολύ να περπατήσει. με το ‘να χέρι απ’ το μπαστούνι της στηρίζεται. με τ’ άλλο απ' του συντρόφου της το χέρι. το κάποτε που έστυβε την πέτρα. το τώρα το τόσο τρυφερά ρυτιδωμένο χέρι. τα πόδια της τα ευκολόθραυστα δεν την στηρίζουν πια. το σώμα της ναός συλημένος π' αφάνταστα πονά. το σώμα της ένα ατέλειωτο αχ. κάθε βήμα και στάση. κάθε στάση και αχ. ο ηλικιωμένος κύριος στα μάτια με λατρεία την κοιτάζει. χαμογελάει, άλλοτε αχνά κι άλλοτε πλατιά, με χείλη απ' ουρανό και σύννεφα. δύναμη δίνοντας στης αγαπημένης τα βήματα τ' αβέβαια. κορίτσι μου, κούκλα μου κάν’ υπομονή σε λίγο φτάνουμε... της λέει. 

οι άνθρωποι και τ’ αγρίμια του δρόμου αδιάφορα και βιαστικά τους προσπερνούν. αυτούς, τους δυο ηλικιωμένους που πανέμορφοι κι αξιοπρεπείς βήμα το βήμα όλο και πλησιάζουν προς του δρόμου τους το τέλος. ο χρόνος αμείλικτος γραμμικός άπειρος. ο χρόνος υπαρκτός ή ανύπαρκτος. καταπίνει ώρες λεπτά δευτερόλεπτα. ο χρόνος γι' αυτούς μετρημένος. το σύμπαν, που τόσο αγάπησαν, την πορεία του θα συνεχίζει την αέναη. δίχως τους...

στέκομαι ανήμπορη. σπαραχτικά εκστατική μπροστά στο χρόνο που αδυνατώ να σταματήσω. σχεδόν βουβή στην αρχή. έπειτα, ικετευτικά ψιθυρίζοντας. μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου το χρόνο τον κοσμοκράτορα θερμά παρακαλώ. ευσπλαχνικός να σταθεί. να τους αφήσει να μείνουν. λίγο ακόμα. εδώ.

ακόμα λίγο. εδώ. μαζί μου μείνετε.
εδώ μείνετε, λατρεμένοι μου γονείς. λίγο ακόμα εδώ. μαζί μου...