Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Του θεάτρου το φάντασμα



Ο κύκλος με την κιμωλία έκλεισε. Η σκηνή του θεάτρου ερήμωσε. Η αυλαία έπεσε. Πίσω απ' τις κουίντες κανείς δεν υπήρχε.  Έσβησαν τα δυνατά τα φώτα τα τόσο απαραίτητα στο θέατρο, όσο το αίμα στη ζωή. Αυτά τα φώτα που όλα τα κάνουν άλλοτε λαμπερά κι άλλοτε μυστήριο γεμάτα να μοιάζουνε. Η μεγάλη κατάμεστη αίθουσα άδειασε. Τ' αχνά ίχνη από των θεατρόφιλων τα σεβαστικά βήματα χάθηκαν. Διαλύθηκαν των τσιγάρων και των πούρων οι πυκνοί καπνοί που, λίγο πριν, στο φουαγιέ συνωστίζονταν. Στων ηθοποιών τα καμαρίνια πινέλα, καπέλα και κοστούμια εξαντλημένα πέσανε γρήγορα σε ύπνο βαθύ. Μονάχα ένα γάντι ξεχασμένο χοροπήδαγε από κάθισμα σε κάθισμα. Χαρούμενο ήτανε πολύ για την ελευθερία του. Την τόσο υπέροχη, την όσο κι αναπάντεχη.  

Δυνατός αγέρας έζωνε από παντού το θέατρο. Σφύριζε ανέμελος επάνω από τις στέγες της πόλης. Στα πεζοδρόμια φύλλα γεμάτα από ψήγματα χρυσού ξέφρενα στροβιλίζονταν σε μιας μουσικής αόρατης τον ήχο. Μέσα στο άδειο από ηθοποιούς και θεατές θέατρο παρέμενε μονάχα ένα φάντασμα παράξενο. Καθότανε αναμαλλιασμένο επάνω στη σκηνή. Με μάγουλα κόκκινα. Με χείλη γλυκά. Εκεί. Στη σκηνή. Κοιτούσε τους καθρέφτες που κρεμασμένοι στους τοίχους αναπαύονταν. Τ' αμυδρό του είδωλο μέσα τους κοίταζε. Ξεχνιόταν και με τις ώρες μίλαγε σ’ ένα λουλούδι. Σ’ ένα μπαούλο άδειο. Σ’ έναν καναπέ αφοσιωμένο και υπομονετικό. Μιλούσε με, της φαντασίας του Δον Κιχώτη, την όμορφη κι ευγενική Δουλτσινέα. Με τον Αλόνσο Κιχάνο τον φτωχό τον άρχοντα που ιππότης αποφάσισε να γίνει. Την Πέτρα φον Καντ  προσπαθούσε να παρηγορήσει. Αυτήν που τόσο εγωιστικά και τόσο απελπισμένα ερωτεύτηκε. Με τον Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν που τραπεζίτης να γίνει ήθελε. Που ήθελε να γίνει Προμηθέας μα που φευ Δεσμώτης σε μια φυλακή κατέληξε. Με της Δανίας τον πρίγκιπα τον Άμλετ που στέκονταν σαστισμένος στη μέση ενός παρατημένου κήπου. Μιλούσαν μαζί για την ευτυχία τη χτικιασμένη από πόνο. Για το πόσο δύσκολο είναι να είσαι. Για το πόσο δύσκολο να μην είσαι. Γι’ αυτόν τον Άμλετ. Που αποφάσισε να εκδικηθεί τον απαίσιο τον θείο του τον Κλαύδιο. Για το θάνατο του πατέρα. Για το γάμο του με τη μητέρα.  Με τις τόσες συνομιλίες τις επώδυνες μονάχα ένα βλέμμα κουρασμένο μπόρεσε στο ξεχασμένο γάντι να ρίξει. Αυτό. Που ανέμελο στα καθίσματα  τα κόκκινα χοροπήδαγε.

Λίγο πριν προλάβει να φανεί το πρώτο φως το αυγινό, λίγο πριν απλωθούν οι σκιές οι γαλαζοκόκκινες στον θόλο τον ουράνιο το φάντασμα να κοιμηθεί πήγε στου θεάτρου τις κατακόμβες. Αυτό το φάντασμα, ο μεγαλοφυής ετούτος του θεάτρου άγγελος, στις κατακόμβες του να κοιμηθεί πήγε αφήνοντας στου θεάτρου την αίθουσα μονάχο του το ξεχασμένο γάντι. Ύστερα από λίγο, το απρόσμενα χωρισμένο απ' το ταίρι του, εξαντλημένο έγειρε σ' ένα κάθισμα βαθουλό κι άνετο. Αυτό το γάντι που έτσι σιωπηλά κι όμορφα γλίστρησε ανάμεσα στων ονείρων του τον ομιχλώδη κόσμο.