Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Στην πλατεία




Η θαλασσόβρεχτη πλατεία ήταν γεμάτη από πνιγμένους. Από μοβ και κίτρινες ανεμώνες θαλάσσιες γεμάτη ήτανε. Γεμάτη από σχολαστικά θανάτων αναγγελτήρια. Μια κόκκινη ομπρέλα ανοιγμένη ξεκουράζονταν κατ’ απ’ τον ίσκιο μιας κλαίουσας, που στα κλαδιά της περίτεχνη φωλιά είχαν στήσει μικρά χαριτωμένα χερουβείμ Τρεις πεταλούδες λευκές πάνω σ’ ένα παγκάκι τα φτερά τους στοργικά είχαν αποθέσει. Ένας φιλεύσπλαχνος διαβάτης έριξε λίγους σκύλους σε κόκαλα νηστικά κι αποκαμωμένα που είχαν στήσει το τσίγκινο πιατάκι τους στο δρόμο.

Εδώ και ώρα πολλή είχαν σημάνει μεσάνυχτα. Το φεγγάρι τα δίχτυα του έριχνε στα νεοφώτιστα άστρα. Τα κύμβαλα του σκοταδιού έκρουαν χλευαστικά κι απανωτά των απόντων τα ονόματα. Το καλάθι με τις οχιές ξεχείλισε στους ιερούς λειμώνες της πλατείας. Τούτες τις ώρες που δάμαζε η Μοίρα τα ερίφια, κάποιες μοναχικές σκιές γλιστρούσαν στο ποτάμι τ’ ουρανού ανάμεσα από μανταρινιές κατάφορτες και σύννεφα. Κάποιες άλλες σκιές, μοναχικές το ίδιο, άρπαξαν το καπέλο τους φόρεσαν το παλτό τους και τρέξανε το λεωφορείο να προφτάσουν. Στο δευτερόλεπτο χτύπησαν κι επικύρωσαν το εισιτήριό τους για την κόλαση.

Κατά το ξημέρωμα οι σκούπες του Δήμου σάρωσαν και καθάρισαν την πλατεία γεμίζοντας το φαράσι τους με ροδοπέταλα απόγνωσης, πευκοβελόνες λυγμικές και καπέλα ξεχασμένα. Η βροχή που λυτρωτικά και πάλι ήρθε τ' αναγγελτήρια θανάτων ξέπλυνε και τις ντροπές των ηττημένων. Οι καρέκλες από τα μαγαζάκια της πλατείας γέμισαν από ζεστές κούπες καφέ που ηχηρά συνειδήσεις ρούφαγαν κι ανθρώπους....


από το υπό έκδοση Ο πόνος μαύρος σκύλος αλυχτά