Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ρώτησέ με!






Δωμάτιο άδειο. Σπίτι βουβό. Η τελευταία υποταγή. Η τελευταία ήττα. Σήμερα. Αύριο. Τι είμαι; Τι είμαι; Το παιδί της άρνησης είμαι. Ρώτησέ με. Ρώτησέ με!
Ποια είμαι;
Ποια είμαι;
Ρώτησέ με!
Φως. Ψυχρό. Ψυχρό ανελέητο φως.
Σιωπή.
Πόνος. Όμορφος πόνος. Πικρός και κόκκινος. Λουλούδια μαύρα στολισμένος και χέρια. Ο πόνος. Κομμένα άπραγα χέρια. Σύριζα. Πόνος.
Βαθιά σιωπή. Παχύρευστη βαθιά σιωπή.
Μαύρα παχύρευστα νερά. Γέμισαν το πάτωμα. Τα χαλιά σκέπασαν. Βούλιαξαν τα πόδια. Σε μαύρα παχύρευστα νερά. Τα πόδια. Τα μάτια. Η ψυχή. Γέμισαν. Μείνε εδώ. Μπαμπά μείνε εδώ. Στο κρεβάτι ακίνητος. Έστω. Μείνε εδώ. Έστω. Κι ας σε σκοτώνω κάθε μέρα. Κι ας ανεβάζω τα κάγκελα. Κι ας σκουπίζω το στόμα απ’ τα σάλια. Εγωισμός. Τόσον, δεν ήξερα πως είχα. Μείνε εδώ. Μπαμπά. Εδώ. Μείνε.
Δεν αντέχω.
Δεν αντέχω.
Δεν αντέχω.
Μπαμπά δεν αντέχω.
Εγώ σε σκοτώνω κάθε μέρα. Εγώ.
Άδειο δωμάτιο το βράδυ. Άδειο. Πίσω. Στο άδειο από έναρθρες λέξεις σπίτι. Πίσω.
Ρώτησέ με. Ρώτησέ με. Ρώτησέ με.
Κρεμάω την ανάσα μου στον τοίχο. Αδειάζω την κοιλιά μου, άτσαλα, στο κρεβάτι. Χαϊδεύω τα σπλάχνα μου, εκεί να σε βρω. Που είσαι; Αυτός που ήξερα, που είσαι; Φοβάμαι. Τα τζάμια πλένω με δάκρυα. Σκουπίζω με φόβο τα χέρια. Θανατερές νύχτες. Μέρες θολές. Φάρμακα μυρίζουν. Και φόβους. Κι ενοχές. Φταίω. Φταίω που δεν πρόλαβα. Που δεν έκλαψα. Που δεν πρόλαβα να κλάψω. Φταίω. Στάζει το δέρμα ενοχές. Δέρμα μολυσμένο.
Δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει επιστροφή.
Σχεδόν. Μια ευθεία γραμμή. Το μυαλό. Η ζωή. Το κρεβάτι. Μια ευθεία γραμμή. Κατάρρευση. Σχεδόν. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Δεν μπορώ της λογικής τη θάλασσα. Δεν μπορώ τη σιωπή. Δεν μπορώ. Σιωπή. Βαθιά παχύρρευστη σιωπή. Δεν μπορώ. Σχεδόν.
Μίλα.
Μίλα. 
Μίλα.
Θέλω να προλάβω πριν φύγεις. Θέλω ν’ αγαπηθώ. Ν’ αγαπηθώ. Να μ' αγαπήσω.
Γιατί δεν με ρωτάς; Γιατί; Γιατί; Γιατί;