Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Οι ελπίδες λιγοστεύουν



Εισόρμησε στη νύχτα την έναστρη
με μάτια πλάνης ακατέργαστης κι ωραίας
με νύχια στάζοντα πέταλα ανεμώνης
αξιώνοντας μιαν Άνοιξη ακανθοφόρα
στα χέρια κρατώντας δέντρα δίχως φύλλα
και μια λεπτή κατάμαυρη κλωστή
που δένει ανέμους στου νου τα ύπαιθρα
μνήμης πολύκρουνης ρέουσας δεντρολίβανο
βαδίζει ο ρέκτης των καιρών χαλκέντερος
φορώντας αίμα ζεστό και κόκκινο
δένοντας κόμπο φίδια ασυγχώρητα
έξω από πόρτες σφαλισμένες
δίπλα από γυάλινα πρόσωπα
απ’ άγρια σκυλιά και πέτρες που βογκούν
πως θέλουν να δουν το αίμα του χυμένο

λύκοι με την ψυχή τους στο στόμα
με το κεφάλι τους λουλούδια στεφανωμένο
περνούσαν σε δρόμους
που σαν καθρέφτες λαμπύριζαν
οι σφαγμένοι από μαχαίρια δίκοπα
πάνω τους ευδιάκριτα φαινόταν
έβρεχε φόβο πύρινο
πρησμένοι αδένες δράκων καρδιές
ξεχύνονταν απ’ τα παράθυρα
έτριζαν τα πατώματα από ύπνο αθώο
μέσα σ’ όνειρα ανάποδα
πάνω σε καρέκλες κουτσές
έγειρε ένα μαύρο φεγγάρι
μαύρο τεράστιο και νεκρό

οι ελπίδες λιγοστεύουν
λιγοστεύουν