Εγώ
τυλιγμένη πάνω σου
σαν κισσός αειθαλής
διακρίνω τα πρωινά
μέσα απ' το χορό των σκιών
που στήνουν οι φυλλωσιές σου
Εσύ
να πλέκεις τα χέρια σου
γύρω απ' τα γόνατά μου
σα να 'μουνα θεά
να σε μυήσω ικέτευες
στο μυστήριο το άχραντο
της εκούσιας περιπλάνησης
και ύστερα ξυπνώ
και λείπεις
γυμνή ως φωτιά
π’ ανεμοστρόβιλοι αρπάζουν
δεν υποτάχτηκα
και δεν αγάπησα
τόσο εσένα π’ άγρια με θέρισες
όσο αγάπησα των ματιών σου
τα ναυαγισμένα καράβια
με τα τραγικά ονόματα
τους μακρινούς φάρους
το λαμπυρίζον μαύρο τους
τις νύχτες που γύρευα μόνη
το χαμένο να βρω εαυτό
τις νύχτες που γυρνούσα μόνη
χωρίς κανείς να μ’ αγγίζει
τις νύχτες που μέσα μου σκότωνα
κάθε παλιά αυταπάτη
τυλιγμένη πάνω σου
σαν κισσός αειθαλής
διακρίνω τα πρωινά
μέσα απ' το χορό των σκιών
που στήνουν οι φυλλωσιές σου
Εσύ
να πλέκεις τα χέρια σου
γύρω απ' τα γόνατά μου
σα να 'μουνα θεά
να σε μυήσω ικέτευες
στο μυστήριο το άχραντο
της εκούσιας περιπλάνησης
και ύστερα ξυπνώ
και λείπεις
γυμνή ως φωτιά
π’ ανεμοστρόβιλοι αρπάζουν
δεν υποτάχτηκα
και δεν αγάπησα
τόσο εσένα π’ άγρια με θέρισες
όσο αγάπησα των ματιών σου
τα ναυαγισμένα καράβια
με τα τραγικά ονόματα
τους μακρινούς φάρους
το λαμπυρίζον μαύρο τους
τις νύχτες που γύρευα μόνη
το χαμένο να βρω εαυτό
τις νύχτες που γυρνούσα μόνη
χωρίς κανείς να μ’ αγγίζει
τις νύχτες που μέσα μου σκότωνα
κάθε παλιά αυταπάτη