Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Η πλατεία

Φορώντας τα μοβ γυαλιστερά παπούτσια μου με τις λεπτές σόλες, κατέβαινα χοροπηδώντας ένα-ένα τα σκαλιά που βρίσκονταν στη άκρη μιας πλατείας και τα οποία μ’ οδήγησαν σε μιαν άλλη πλατεία μικρότερη από την πρώτη, που άχνιζαν οι πλάκες της κάτω απ’ το λιοπύρι. Στο κέντρο της κείτονταν νεκροί μικροί κορμοράνοι που το δρόμο προς τη θάλασσα έχασαν και κάμποσα σφαγμένα, με τρόπο αριστοτεχνικό, όνειρα γυαλιστερά που κάποτε άνθρωποι, με πόδια πήλινα και κομμένα από τη ρίζα χέρια, έκαναν κάτω από τις χορταριασμένες κατακόκκινες στέγες τους.

Στην άκρη αυτής της δεύτερης πλατείας υπήρχε ένα παγκάκι σιδερένιο. Πάνω του αναπαύονταν τα μαδημένα φτερά μιας πεταλούδας. Τα προσπέρασα γρήγορα, αποφεύγοντας να πέσω στην παγίδα ενός άγονου διαλόγου μαζί τους. Λίγο παρακάτω, εντελώς ξαφνικά, άρχισαν να βγαίνουν απ’ το στόμα μου και να κατρακυλούν στις πλάκες της πλατείας άναρθρες αγριμιών κραυγές και καταπράσινα φύλλα.