Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Η Αγγελική




Δραματικά ελεύθερη, τραγικά μετέωρη η ψυχή της. Μ’ ένα ξυράφι στα χέρια που τον ήλιο στα δύο έκοβε. Μ’ έναν αντικατοπτρισμό στα μάτια τρεμάμενο κι οβελιστέο. Από δηλητηριώδη ερπετά το σώμα της ζωσμένο. Αχνιστό το αίμα της με μανία κόχλαζε κάθε που η πείνα της η άγρια, εύσαρκα οράματα γεννούσε. Κάθε που η φωνή της σάρωνε το κενό με μιαν αγωνία χορδής σπασμένης. Κάθε που νεφών κλαγγή σκέπαζε το κεφάλι της, σκέπαζε τα μάτια της, τις κραυγές της σκέπαζε. Κάθε που στις πολυθρόνες της σωριάζονταν προγόνων τσακισμένες καρδιές και μυαλά σαλεμένα. Κάθε που απ’ το ταβάνι ως πολυέλαιοι κρέμονταν της ανάσας της τα δάκρυα. Θήτευε τη ζωή της σαρώνοντας το πάτωμα, ανοίγοντας και κλείνοντας παράθυρα. Γνέφοντας στις ανάσες των απόντων της, τις παγωμένες νύχτες να ζεστάνουν. Οι γδαρμένες παλάμες τους τοίχους χτύπαγαν με λύσσα, κάθε που θρηνούσε ζωή σπαταλημένη κάτω από στέγη που όγκοι την έθρυβαν καρκινικοί, κύτταρα αδηφάγα που ως κισσοί απλώνονταν στης ήττας το χρονόμετρο. Το σπίτι της το στήριζαν τοίχοι ραγισμένοι και πάτωμα σαθρό. Τη μέρα βύζαινε αγέρα μαύρο, φωτιές κατάπινε τις νύχτες η Αγγελική. Θήτευε τη ζωή της όλη ασπαίρουσα κι αιμορροούσα.

Μια νύχτα κρύα, κατά τη συνήθειά της, άνοιξε το παράθυρο, κοίταξε τη φιδίσια ουρά του φεγγαριού, τους άδειους δρόμους κοίταξε κι ύστερα για το άπειρο αποχώρησε ησύχως.