Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Αυτή



Αλήθεια σκληρή. Αμετάκλητη. Πάνω σε τοίχους υγρούς. Πάνω σε ταβάνια στιγματισμένα από μαυροπούλια πτωματοφάγα. Κι αυτή. Αυτή και το σπίτι το άδειο, το προγονικό. Με τα κληροδοτημένα του μαυροπούλια τ’ αμέτρητα, που νυχτόμερα την καρδιά της ραμφίζουν. Με τα σκοροφαγωμένα του έπιπλα, με τα κιτρινισμένα του κεντίδια, με τις βρύσες του τις σακάτικες που ερημία στάζουν. Κουνά το κεφάλι σπασμωδικά. Τα χέρια απλώνει στα τυφλά, χωρομετρά κυκλικά ψαύοντας των δωματίων τα ξόανα που απουσίες κροταλίζουν. Γυμνόπους τα βήματα σέρνει. Κουζίνα, σαλόνι και τούμπαλιν. Μορφές, που θύματα κάποτε και κάποτε θύτες, που τα σάπια τους δείχνουν δόντια με μορφασμούς απαίσιους, π’ αδυσώπητα κραδαίνουν εγκλημάτων σκυτάλες. Προγόνων μορφές που πόνους υφαίναν και σπέρναν ενοχές. Φόροι κεφαλικοί που από γενιά σε γενιά ορίζονται και μ’ αίμα πληρώνονται μαύρο. Κύφωση στήλης σπονδυλικής. Αθόρυβα το κέλυφος σπάει μην αντέχοντας του στήθους το βάρος. Αυτή. Το βάρος τ’ ασήκωτο. Το σπίτι το προγονικό. Αυτό που χρόνων εγκλήματα κυοφορεί, δίχως της λύτρωσης τη γέννα. Το σπίτι. Μια θάλασσα νεκρή, με πόρτες χάσκουσες που τις δαγκώνουν τα κύματα. Το σπίτι. Ένα ζώο άγριο που πάνω της ορμάει και την ξεσκίζει μια, δυο, είκοσι, φορές εκατοντάδες. Κι αυτή μ’ ένα δυνατό του πόνου γρυλισμό να μετράει κι όλο να μετράει δαγκωματιές. Σούρουπο, νύχτα, φεγγάρι, ήλιος κι ύστερα πάλι σούρουπο. Μέσα σε δωμάτιο σκοτεινό, σε σπίτι προγονικό, με τα μαυροπούλια του τ' αμέτρητα που χαιρέκακα την κοιτούν από ψηλά κι αυτή ήσυχα-ήσυχα στο ίδιο της το αίμα να βουλιάζει.


Κάποτε Ηλέκτρα την έλεγαν. Τώρα, σε ώρες και μέρες ενέσιμες, "αυτή του 29" τη λένε.