Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Άστεγη ζωή


Λέξεις ανείπωτες. Κατατρώνε ότι μέσα αφάγωτο. Ανέγγιχτες παγώνουν στα χείλη. Λέξεις-λάμιες που στ’ ακρόφτερα της γλώσσας για καιρό κλεισμένες κατοίκισαν. Σέρνονται στο γυμνό κορμί. Τρυπούν τη σάρκα. Ξεσκίζουν βάρβαρα τους πόρους δίχως να στάξει αίματος σταγόνα. Ανακούφισης σταγόνα καμιά δεν δακρύζει.

Μνήμες βαθυκόκκινες. Βλέμματα ρουφήχτρες στιγμών. Στιγμές κυκλώνες. Βασανιστικά μακρόσυρτες στιγμές. Ατσάλινα βέλη. Απουσίες. Γέλιο απάτη. Μάτια που χώμα μυρίζουν. Αλάτι και μετέωρο. Τροχίζω τα δόντια. Κρατώ το στομάχι στα χέρια. Με λύσσα το δαγκώνω. Λιμάρω τα νύχια. Κόβω σε φέτες τις φλέβες τις μικρές. Φλέβα εγκόλπια πελώρια γεννιέται. Σκαλώνει στα δέντρα η φλέβα. Την παίρνει η μανταρινιά. Κεντάει μ' αυτήν τα άνθη της. Ποτίζει τα στόματα των φύλλων. Μην παραιτηθείς φωνάζει. Μη σε καταπιεί η λάμια η ανάγκη.

Επιστρέφω στους γαλακτικούς πόρους. Σε μάνες-τροφούς ποταμών πηχτών. Που ξεχειλίζουν από κόπρανα ανθρώπων σφαγμένων. Σε ματιών κόρες που θηλάζουν φωτιά. Στους άγριους δρόμους του πολέμου. Που θηλάζουν φόβο. Σε άγριους τόπους και έρημους θηλασμοί ακάνθινοι.

Νυχτώνει παραίτηση. Κουρνιάζει σ’ αγκαλιά ματωμένη. Πείνα. Δίψα. Φόβος και ικεσία. Δέντρο που θεριεύει. Ρίζες απλώνονται παντού. Μπαίνουν οι ρίζες στα δωμάτια όλα. Σκάει το πάτωμα από παντού. Το σπίτι εκρήγνυται. Σε κομμάτια χιλιάδες. Σοβάδες, δοκάρια, πλακάκια σκορπούν στον ορίζοντα. Θρύψαλα αιωρούνται. Από σπασμένες τσαγιέρες. Από σπασμένους καθρέφτες. Απ’ αγγεία σπασμένα. Νυχτώνει άρνηση. Κενό. Σκόνη. Σκοτάδι. Κενό. Νυχτώνει.


Ζωντανός άστεγος φόβος – νεκρή άταφη ζωή.



από την ποιητική συλλογή Ο πόνος μαύρος σκύλος π' αλυχτά