Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Ούτε θεοί εμείς ούτε πρωτόπλαστοι




Φιλί ακόρεστης πείνας 
φιλί οξείας του πόνου κραυγής
φιλί σε γράμματα αναπάντητα στέλνω
με μιαν αίσθηση μεγάλου χαμού
- έγινες ζωή κι ύστερα χάθηκες

ευσπλαχνία δεν έχει η θάλασσα
ξενιτεμένους μόνο
ξενιτιά  ξενιτιά μου;
νυχθημερόν ναυαγώντας
σε πληγές στιγμές κι ανάσες
ένα δυο τρία
η φωνή μια μικροφώνου πρόβα
μιλώ και τοίχος τη φωνή επιστρέφει
όσα λέει η φωνή γίνονται τοίχος
λέξεις ή κραυγές δεν έχει σημασία
απόηχος κανένας δε μένει

βελόνες και νήματα οι λέξεις
παλιοκαίνουργιο πλέκουν πανωφόρι
ούτε να το φορέσεις θέλεις
ούτε να το αντικρίσω δύναμαι
ούτε θεοί εμείς ούτε πρωτόπλαστοι
σε μια εκ παραδείσου αυτοδίωξη
ποιανού του αθώου το αμάρτημα;
του ένοχου το ανάθεμα ποιανού;

ας γίνω έμβρυο σιωπής
σε μήτρα να κρυφτώ ασφαλή
μη  βγω ποτέ το άδειο ν' αντικρίσω
απολιθωμένο έμβρυο ας καταστώ
που σε μιας λήθης γέννα μονάχα ελπίζει 
μα πάλι όχι -
στα χέρια σου κύημα ας γίνω τρυφερό
μια μήτρα εύγονη για εμένα να γίνεις

χτυπά
χτυπά
χτυπά η ελπίδα
η κάθε λέξη που αστόχαστα ρίχνεται

πόνος στερεωμένος σε καρφί μεγάλο
που σαν κάδρο-στόλισμα
με κρέμασες στον τοίχο
κάδρο-στόχος για βέλη να είμαι
εκεί εγώ     εκεί που με κρέμασες
χρυσομπογιά στο σκάλισμα -
του κάδρου λέω το

για αλλού κινώ κάθε φορά ταξίδι
ψυχή στο πρόσωπο να ψάχνω
ή μήπως φωτιά ονείρων φαύλων
ψυχή σαν τα γιατί που καίγονται
καλή νύχτα - μέρα καλή ελπίζοντας
μα πότε το έρεβος μαζί με φως ταξιδέψε;
και πότε αλλόφρον ψυχές γυμνές χτυπά;

ξανά
ξανά
ξανά σιωπή