Έστρωσαν το σερβίτσιο το καλό
τα βάζα γεμίσανε με λέξεις κομμένες
την ουσία χάνοντας των στάσιμων νερών
δέκα χέρια πήλινα στο τραπέζι ακούμπησαν
σερβιρίστηκε στα πιάτα φρεσκοκομμένο αιδοίο
με κόκαλα πενθούντα στολίσανε τον τοίχο
- μιας Φλέρυς που έφυγε από εφηβεία αιώνια
αφού πρώτα προνόησαν το σκυλί να σκοτώσουν
εκείνο που τις μαύρες ψυχές τους φύλαγε νυχθημερόν
et voilà!
στο τέλος τούτου του δείπνου του
εξαίρετου
μια καρδιά ξεριζωμένη για επιδόρπιο σερβίρανε
ω έτσι ένδοξα τελείωσε
των όντων των κοινωνικών
η υπέροχη βραδιά!