Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Τα τιμαλφή



Των φύλλων την ανάσα άκουγε με το σουγιά στο στόμα, δια ενδεχόμενο παν τους καθ' οιονδήποτε τρόπο σφετεριστές ν' αποτρέψει. Βιαστικά σφάλιζε τα παράθυρα, την πόρτα κλείδωνε, άφηνε από πίσω τα κλειδιά. Στην πολυθρόνα ακίνητη καθόταν. Κάτι ανησυχητικά ραγδαίο ή και τρομακτικά ακαθόριστο όλη τη ζωτικότητα από πάνω της ρουφούσε. Όλοι οι δικοί της ως απόντες πια, φωτογραφίες ασπρόμαυρες στο κουτί με τα τιμαλφή ήταν φυλαγμένοι. Θησαυρός της μοναδικός˙ άλλο πολύτιμο στη ζωή, δεν είχε.

Το πρόσωπό της κύμα θλίψης κι απώλειας. Της ζωής τα γεγονότα μεγάλωναν μέσα της, τόσο που πια δεν τα χωρούσε. Με την παραμικρή κίνηση ένα κομμάτι ολόκληρο της εύθραυστης κατασκευής της κατέρρεε. Απ’ το κρανίο της βγαίναν ταμπούρλα, σάλπιγγες, φλάουτα, κορνέτες, τούμπες. Οι ήχοι φτεροκοπούσαν με κραυγές φοβικές δίνοντας τρόμου κονσέρτο. Άγγιζαν οι νότες πατώματα και τοίχους, τα αποτρόπαια έρρεαν στις φλέβες, βασάνιζαν την ήδη ταλαιπωρημένη της ψυχή. Έτρεμαν τα δόντια στους ήχους τους τρομακτικούς, τα μάτια τα βουβά πέφταν στο πάτωμα, σα δαρμένα σκυλιά για λίγο χάδι εκλιπαρούσαν.

Στον ύπνο της χθες βράδυ πατέρα και μητέρα κι αδερφό είδε˙ τους είδε σκεπασμένους με ξηράς αχλύος σεντόνι. Το πρωί κείτονταν στο πάτωμα, σφιχτά στην αγκαλιά το κουτί της κρατώντας με τα τιμαλφή, κουφάρι παγωμένο.

Έφυγε˙ στον ύπνο χτυπημένη, μάλλον, από δυστυχία μοναξιάς˙
                     μονήρης πάλιν, πάντα τής έσχατης παραφοράς.




"εύσαρκο κάτι σαν φως"