Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Φωνές και ψίθυροι



 
Κρύψου, μου φωνάζει κάποιος
απ' τα τρίσβαθα του εντός μου
κι εγώ ψιθυριστά του απαντώ,
είμαι δεν είμαι διαφορά καμιά

πόσο δυνατή έπειτα η σιωπή
σχεδόν με ξεκουφαίνει





Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Σαν θα πεθάνω

 


Σαν θα πεθάνω μια νύχτα

σ’ ένα σκοτάδι μαύρο

σε μια θάλασσα άγρια

ένα σμήνος πουλιών κάτασπρων

το καλό θα τραγουδούν κατευόδιο

 

άδειες φωλιές πια τα μάτια μου

σε δάσος θα ξενιτευτούν πυκνό

ή σ’ έναν κήπο ολάνθιστο

θα ψάχνουν σε φύλλα πράσινα

την καρδιά μου την άγρια

που σε ύπνο εκοιμήθη αθώο

κρατώντας στα σπλάχνα της

ένα ψάρι κόκκινο και πελώριο

με δόντια μικρά και σπασμένα

 

σαν θα πεθάνω μια νύχτα

άνεμος θα φυσάει άγριος

θα θρηνεί μια κουκουβάγια ματαίως

μια μάνα από καιρό νεκρή

με μαύρο θα σκεπάζει του πένθους πανί

ένα φεγγάρι σφαγιασμένο

 

 

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Εν πόλει

Περιενδεδυμένοι μανδύα περίτεχνο

άνθρωποι φτηνοί με μάτια σαύρας

ως σμήνη κατηφόριζαν όχλου επικίνδυνου

λυμαίνοντας τη μισοφαγωμένη πόλη

ερπετές φωνές ξέσκιζαν το γαλακτώδη αέρα

φίδια φοβισμένα απολεπίζονταν

φολίδες γέμισαν οι κίτρινοι δρόμοι

ώρες παχύρρευστες εκκένωναν

παγωμένες φαντασμάτων ανάσες

 

τσακισμένοι οι προδομένοι και κατάκοποι

απ’ το γνέσιμο λόγων ανείπωτων

οι των τιμαλφών ιερών κληρονόμοι

του δικαίου κοιμόταν το σκυλίσιο ύπνο


 

 

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

Η μοίρα η κακή


Στεγνωμένες σκιές κατοικούσες σ’ ασφυκτικά περίκλειστα σπίτια. Μία αγέλη από βρώμικες ζωές, από προσωπεία νεκρικά, από χέρια αδημοσύνης που πλέκονται και ξεπλέκονται, με μάτια ολάνοιχτα επίκλησης φτηνής.

Ποτέ δε μίλησαν, δε απαίτησαν τίποτα ποτέ. Στις λευκές της ζωής τους ημέρες προτάσσουν στήθος μαραμένο, καλυμμένο από κλωνάρια αξιοθρήνητα χάρτινης διαφυγής. Σέρνουν ξυπόλυτοι της ύπαρξής τους τα υπάρχοντα από δωμάτιο σε δωμάτιο σε μια κίνηση άσκοπη και διαρκή, υστερικά κλαίνε, επίκληση κάνουν αξιοπρεπούς ζωής.

Έτσι. Με χέρια που πλέκονται και ξεπλέκονται δίχως ποτέ τα της ζωής να πράττουν, ψευτοζούνε ψιθυρίζοντας πως η μοίρα τους φταίει που τους έλαχε κακή.





Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Ανθρωπάκος

Κατάπινε τον κόσμο αμάσητα
στου υπονόμου τη δυσοσμία
ν’ επιβιώνει μονάχα τον ένοιαζε
να λατρεύει με τον καιρό έμαθε
τη μέγγενη που τον έσφιγγε
το δράκο που βρυχάται κι φτύνει

"Κύριε δόξα σοι" έλεγε
ανάθεμα δεν έριχνε ποτέ του
στων βασιλιάδων τις αυλές
ως σκουλήκι έρποντας προσκύναγε


με μια παραφροσύνη συνετή
ζούσε ο ανθρωπάκος
τη μίζερη ζωή του