Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Ταξίδευε 1




Με το ξύλινο χέρι της έφτιαξε μια βάρκα χάρτινη. κάθε μέρα νερό κι αλάτι. το πιάτο της, θάλασσα. τη βάρκα έριχνε μέσα και ταξίδευε. αυτή, το ξύλινο χέρι κι η χάρτινη βάρκα της. ο άνεμος ούριος. η θάλασσα γαλήνια. στο πιάτο της. παραμ παραμ παραμ. ταξίδευε. παράμ παραμ παραμ ταξίδευε. με τη βάρκα στο πιάτο της. παραμ παραμ παραμ. ταξίδευε. 

στην άμμο. τον γνώρισε. στο κύμα δίπλα. μια μέρα ανοιξιάτικη. τον γνώρισε. μια μέρα μ' αρώματα. μια μέρα με ήλιο. στραφτάλιζε η θάλασσα μια μέρα της άνοιξης. στραφτάλιζε η θάλασσα. τον γνώρισε. ταξίδευε σ' ένα δελφίνι πάνω. άνθισε το ξερό. το ξύλινο ξερό της χέρι άνθισε. πέσαν βροχή τ' άνθη του. σ' ένα δελφίνι πάνω. μια μέρα ανοιξιάτικη που μύριζαν θάλασσα τα σπλάχνα της. 

ένα ταξίδι κάνανε μαζί. ύστερα εκείνος χάθηκε. τον τρόμαξε το χέρι της το ξύλινο. το ξύλινο ξερό της χέρι π' άνθισε. τ' ανταριασμένα σπλάχνα της τον τρόμαξαν. χάθηκε. σ' ένα δελφίνι πάνω. ένα ταξίδι κάνανε μαζί. κι ύστερα χάθηκε. μια μέρα χειμώνα άγριου που η θάλασσα την έπνιξε.

τώρα στο πιάτο της με το κουτάλι κύματα σήκωνε. τα κύματα τη ζάλιζαν. κύματα που στα βράχια την πέταγαν. η βάρκα έτριζε. έτριζε το ξύλινό της χέρι. τα κύματα τα κρουστικά την πόναγαν. γέμιζε το πιάτο της πόνο και δάκρυα. κύματα πόνου στη θάλασσα του πιάτου της.  

παραμ παραμ παραμ. ταξίδευε. παράμ παραμ παραμ ταξίδευε. με τη βάρκα στο πιάτο της τώρα ταξίδευε. παραμ παραμ παραμ. ταξίδευε.