Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Της ζωής το τρένο



Τι κάθεσαι εκεί και έτσι με κοιτάς με κείνο το βλέμμα το κακόμορφο και τ' απεχθές της άκρατης της λύπης; Θαρρείς πως στης ζήσης την ομορφιά δεν ενέκυψα με ζήλο; Θαρρείς πως είμαι εγώ που λιποψύχησα; Πως μαινάδα που την ευφροσύνη ξερίζωσε εγώ; 

Μα έφτασες, έρμο μου, ως εδώ και δεν το νόγησες ακόμα; Πως σε κάποιους σταθμούς σφύριξε ισχνά της ζωής το τρένο; Πως συριστικά κι επίμονα σε κάποιους άλλους; Σφύριξε και χάθηκε χωρίς να περιμένει. Πότε της αφετηρίας παιδιά και πότε πριν τον σταθμό τον τελευταίο, ούτε που το καταλάβαμε. Στο ενδιάμεσο, κάποιος την τόση ταχύτητα δεν άντεξε. Τους συρμούς εκτροχίασε με τα χέρια του τα δυο.  Ίσως ήμουνα εγώ. Ίσως κάποιος άλλος ήτανε επιβάτης θαρσαλέος. 

Σ’ ένα βαγόνι καθισμένοι, σε μια θέση στο παράθυρο μπροστά με τα μάτια κλειστά ταξιδέψαμε. Ως πράξη μαθηματικά απλή. Εμείς. Η μονάδα. Του αδηφάγου κι απέραντου σύμπαντος μονάδα. Ταξιδέψαμε με ήχους μονότονα επαναλαμβανόμενους. Αντάρα και βουή στο δια πυρός και σιδήρου ετούτο ταξίδι. Ακούγαμε το τρένο το που στις ράγες έτρεχε. Τις ράγες που υπόκωφα ψιθύριζαν πως φωτιά ανεξέλεγκτη τις σμίλεψε. Πως αέρας πεχλιβάνης τις πάγωσε. Εκεί κινηθήκαμε. Στις παγωμένες ράγες. Κολλήσαμε μερικές φορές τ’ αυτί στο παράθυρο. Τη συχνότητα της ζωής αφουγκραστήκαμε. Για λίγο ή για πολύ. Για όσο. Μια αλματώδη άνοδο του ήχου ζήσαμε πριν το διάγραμμα το ευθύγραμμο της πτώσης. Κι έπειτα, σιωπή.

Τι με καίει, περισσότερο, νομίζεις και έτσι σου μιλώ; Το αίμα το που στις ράγες του χύθηκε ή ο πυρετός που με καίει;