Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Ζωντανόνεκροι





Ατάραχα μάτια, κρεβάτια και κουρέλια καταμετρούν. Αποτιμούν πολυθρόνες φθαρμένες και κολώνες επικλίνουσες, την ώρα που πόδια γυμνά βίαια εγκαταλείπουν κατώφλια φτωχά και οικεία. Διασχίζουν απελπισμένα τους δρόμους του ξαφνικού θανάτου, βλέποντας τα προτεταμένα δάχτυλα των παγκόσμιων ανοίκειων διαταγών, ακούγοντας λόγους επιτάφιους. 

Άντρες περήφανοι σε ταράτσες κτηρίων δημόσιων ανεβαίνουν και πέφτουνε. Γυναίκες εξανεμίζοντας τα κατακόκκινα πέταλά τους σε πεζοδρόμια βρώμικα, με βλέμμα χαμένο, ζητούν ίσκιους κρυμμένους να ξαποστάσουν για λίγο το δάκρυ τους. Κι ύστερα, μ' ολολυγμούς απελπισίας τα παιδιά τους, τα μαύρα ή κίτρινα ή λευκά σκελετωμένα παιδιά τους, ρίχνουν στους λάκκους των λεόντων.

Μελανόμορφοι δαίμονες ντυμένοι θώκους γδέρνουν τις ισχνές σάρκες από τους εναπομείναντες σκελετούς, δείχνοντας τα δόντια τους τα αιματοβαμμένα και κοφτερά. Οι διαπράττοντες Ύβρη πάντα άτεγκτοι, πάντα σκοτεινοί και βίαιοι κυματίζουν, περιχαρείς, αλαλάζοντας, λάβαρα μαύρα κι αναίσχυντα στα χέρια. Δορές πεινασμένων από τσιγκέλια κρέμονται. Ο κόσμος των ζωντανόνεκρων είναι του Άδη μεγαλύτερος...