Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Ζωή σαν ήττα



Στην πλατεία των λυγμών. Ακοίμητα χαράματα. Ζωές αχάραγες, στεγνές και άστεγες. Μια λάμπα τη σελήνη υποδύεται, πίσω απ' τα κλαδιά των κουρασμένων δέντρων. Αξιοπρέπειες στους δρόμους ως γόπες πεταμένες. Ζωές-ρολά κατεβασμένα. Με βλέμματα σε κινδύνου εγρήγορση. Κουρέλια ανθρώπινα σε κατάσταση συναγερμού. Κι ύστερα, κάθετη του ρεύματος η πτώση. Τάση-ζωή που πέφτει. Με νύχια ή δόντια ράκη ανθρώπινα προσπαθούν το λύχνο ζωντανό να κρατήσουν. Εϊ, κι ας κλείσανε τα φώτα, τ' ακούς? Κρατήσου, τ' ακούς?

Εμείς, οι άστεγοι του σύμπαντος, πουθενά αλλού δεν κατοικήσαμε παρά μονάχα στην απόγνωση και στον αγώνα. Πάλι και πάλι. Να σκοτώσουμε εν τη γεννέση τους έπρεπε τα κοπάδια των αδυσώπητων λύκων. Έπρεπε. Να δαγκώσουμε, πρώτοι εμείς, τη σάρκα τους τη μολυσμένη. Ενστικτωδώς να επιβιώσουμε. Από ανάγκη ή από αιτία. Χωρίς ή μ' αφορμή.  Και πείτε όπως θέλετε τις λέξεις. Είτε έτσι, είτε αλλιώς το τέλος - η τελεσίδικη παραίτηση ή η νίκη κόστος πανομοιότυπο έχει. Έπρεπε, μα δεν...

Φόβοι και φοβίες κομμάτιασαν της ζωής μας της ανάπηρης τα δεκανίκια. Πονάμε, ξεχνάμε ή ευκαιριακά κι ανερυθρίαστα θυμόμαστε. Τα σκαμμένα μέτωπα-χαρακώματα των πεινασμένων. Τα χέρια τ' απέλπιδα που στα σκουπίδια ψάχνουν. Τα στόματα που καταπίνουν τα σαπισμένα του κόσμου τούτου. Έμβιοι-απομεινάρια. Στο περίπου της ζωής. Στην οδυνηρή αποδοχή του τίποτα. Στην εγκατάλειψη. Στο βλέμμα το χαμένο.

Τι φυτρώνει στις χωματερές; Στις ζωές-απελπισία τι αύριο γεννιέται;