Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Η μπάντα



Ένας αγέρας αδιάκοπος τα κορμιά των ανθρώπων στεγνώνει. Οι μέρες μονότονα περνούσαν κάτω απ’ τ’ ανελέητο του καλοκαιριού το φως. Οι ώρες κυλούσαν αργά μέχρι να φτάσει το δειλινό κάτω απ’ έναν ροζ και μαβί ουρανό.

Τις νύχτες οι νεκροί μουσικοί κατέβαιναν στην κοιλάδα και έπαιζαν τα τύμπανα και τις τρομπέτες τους, μ’ έναν τρόπο υπέροχα θρηνητικό. Η πάντα παρούσα θλίψη τους, ως ρεύμα δυνατό, περιδινείται άγρια και παθιασμένα στην κοιλάδα την γεμάτη από λεβάντες θρόουσες και μοσχομυριστές.

Η μπάντα των νεκρών, που ολόκληροι αιώνες καρτερικότητας και γνώσης της ματαιότητας των πραγμάτων βαραίνουν την πλάτη τους, διασχίζει ακούραστα και ρυθμικά την κοιλάδα. Οι νότες, ωσάν τη μοίρα των ανθρώπων, κλαίουσες και αιμάζουσες σκορπίζονται και λιώνουν και χάνονται στον κατάφορτο απ’ απαστράπτοντα άστρα ουρανό.

Μπουμ "σε τι ελπίζεις;", μπουμ –μπουμ "σε τίποτα". Ντουββββν "τι ζητάς;", ταρατατά "τίποτα. απολύτως τίποτα".

Απ’ το βάθος της κοιλάδας, στρόβιλοι αγέρα της μπάντας τη θρηνητική μουσική παντού μεταφέρουν. Οι μέρες και οι νύχτες του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών κυλούν ίδιες κι απαράλλακτες όπως και πριν, όπως τώρα, όπως πάντα…