Μαύρες τουλούπες καπνού
σκεπάσανε την πόλη
τους δρόμους κατέλαβαν
έχιδνες καιροφυλακτούσες
ένα κορίτσι με φιλντισένια δάχτυλα
κλαράκια ματωμένα κρατά
κρύβει ένας γέρος ψίχουλα ξερά
στις διάτρητες τσέπες του
φτάνουν ως το λιμάνι
φτάνουν ως τα πλοία
ως τα ξάρτια φτάνουν
οι μαύρες τουλούπες καπνού
που σκέπασαν την πόλη
σκεπάσανε την πόλη
τους δρόμους κατέλαβαν
έχιδνες καιροφυλακτούσες
ένα κορίτσι με φιλντισένια δάχτυλα
κλαράκια ματωμένα κρατά
κρύβει ένας γέρος ψίχουλα ξερά
στις διάτρητες τσέπες του
φτάνουν ως το λιμάνι
φτάνουν ως τα πλοία
ως τα ξάρτια φτάνουν
οι μαύρες τουλούπες καπνού
που σκέπασαν την πόλη
στης θάλασσας το ρίγισμα
ακρωτηριασμένα δελφίνια
κλαίνε απαρηγόρητα
αφήνοντας πίσω τους
εκκρεμότητες κι αφρούς
ακρωτηριασμένα δελφίνια
κλαίνε απαρηγόρητα
αφήνοντας πίσω τους
εκκρεμότητες κι αφρούς