Τη νύχτα κείτεσαι ασάλευτος
απορημένα κοιτώντας ολόγυρα
μη γνωρίζοντας μην κατανοώντας
γιατί ρίχνεται του άδικου η σφαίρα
πώς κόκκινο το πάτωμα βάφεται
που πήγαν άραγε τα τόσα πιάτα
τα τόσα ραγισμένα ποτήρια
γιατί θυμάρι η ανάσα σου μυρίζει
γιατί τα ρούχα αφόρετα παλιώσανε
γιατί οι κάλτσες τρύπες γίνηκαν λαγών
απορημένα κοιτώντας ολόγυρα
μη γνωρίζοντας μην κατανοώντας
γιατί ρίχνεται του άδικου η σφαίρα
πώς κόκκινο το πάτωμα βάφεται
που πήγαν άραγε τα τόσα πιάτα
τα τόσα ραγισμένα ποτήρια
γιατί θυμάρι η ανάσα σου μυρίζει
γιατί τα ρούχα αφόρετα παλιώσανε
γιατί οι κάλτσες τρύπες γίνηκαν λαγών
θυμάσαι
πως εδώ δεν είναι η χώρα των θαυμάτων
σαν ξημερώματα τα μάτια σου ληθαργικά περνάνε
από το πτώμα της Αλίκης στη χώρα των τραυμάτων
από τα λείψανα μιας πεταλούδας άσπρης και ωραίας
τότε που τα πόδια τα ξύλινα ριζώνουν και πονούν
που το στόμα οργισμένα απαντά στων ανέμων τις ριπές
τότε που πέφτεις μόνος σου στην τρύπα ενός αυτιού
σαν ξημερώματα τα μάτια σου ληθαργικά περνάνε
από το πτώμα της Αλίκης στη χώρα των τραυμάτων
από τα λείψανα μιας πεταλούδας άσπρης και ωραίας
τότε που τα πόδια τα ξύλινα ριζώνουν και πονούν
που το στόμα οργισμένα απαντά στων ανέμων τις ριπές
τότε που πέφτεις μόνος σου στην τρύπα ενός αυτιού