Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Το χέρι και η κόρη

Λύκοι ως νικητές στεφανηφόροι
επευφημούμενοι απ’ της αγέλης τα πλήθη
τα κοφτερά τους δόντια δείχνανε
σ’ ένα φεγγάρι φοβισμένο και χλωμό
σε τοίχο κάτασπρο ένα πουλάκι κόκκινο
του τεμαχίσματος μάθαινε την τέχνη
απ’ το παράθυρο εν μέσω της νυκτός μια κόρη
τα ποδοβολητά άκουγε των μανιασμένων ταύρων

έβλεπε η κόρη η ως ρόγα σταφυλιού ατρύγητη
στου δρόμου τη γωνιά να παραμονεύει ένα μάτι
μια κανάτα να χύνει κρασί στη μεγάλη λεωφόρο
ένα γραμμόφωνο στη μέση να περιστρέφει τον ήλιο
από μπροστά του να περνούνε τρεις διαβάτες
ρίχνοντας στον δίσκο τον τσίγκινο ό,τι προαιρούνταν
ο ένας διαβάτης περνά και ρίχνει ένα δάχτυλο
ο άλλος ρίχνει καρφιά σκουριασμένα
ο τελευταίος απ’ τους τρεις το τεχνητό του πόδι

λίγο μετά απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
χέρι έρημο πήδηξε στο δωμάτιο
την κόρη αγκάλιασε σφιχτά
και έτσι μαζί ξαπλώσανε σε ξέστρωτο κρεβάτι