Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Ας έμενες εδώ


Παράθυρο κλειστό. Δωμάτιο άδειο. Σπίτι βουβό. Η τελευταία υποταγή. Η τελευταία σου ήττα. Φως ψυχρό. Ανελέητο ψυχρό φως. Σιωπή και πόνος. Πικρός και κόκκινος. Λουλούδια μαύρα τα χέρια τα ξεριζωμένα. Κομμένα άπραγα χέρια. Πόνος-βαθιά σιωπή. Παχύρρευστη βαθιά σιωπή. Μαύρα παχύρρευστα νερά. Γέμισαν το πάτωμα. Τα χαλιά σκέπασαν. Βούλιαξαν τα πόδια. Σε μαύρα παχύρρευστα νερά. Τα πόδια. Τα μάτια. Η ψυχή. Βούλιαξαν. Ας έμενες εδώ. Μπαμπά, εδώ ας έμενες. Στο κρεβάτι ακίνητος. Έστω. Κι ας ανέβαζα τα κάγκελα μην πέσεις. Κι ας σκούπιζα απ’ τα σάλια σου το στόμα, από το αίμα τα γδαρμένα μάγουλα. Εγωισμό τόσον, δεν ήξερα πως είχα. Ας έμενες εδώ μπαμπά. Δεν τ’ άντεχα, μα κι έτσι δεν τ’ αντέχω. Άδειο δωμάτιο νυχτόημερα. Άδειο κι εγώ άσκοπα γυρνώ στο δίχως λέξεις σπίτι.

Δραπέτευσες. Έφυγες συ κι εγώ φοβάμαι. Πού είσαι; Πού είσαι και πια δε μου μιλάς; Των παραθύρων τζάμια με τα δάκρυα πλένω. Σκουπίζω τ’ άπραγα με φόβο χέρια. Θανατερές οι νύχτες. Μέρες θολές. Φάρμακα που μυρίζουνε. Και φόβους. Κι ενοχές. Φταίω. Που δεν πρόλαβα να σε κρατήσω, φταίω. Που δεν έκλαψα. Που δεν πρόλαβα να κλάψω. Φταίω. Στάζει το δέρμα ενοχές. Δέρμα σαν μολυσμένο. Δεν θα υπάρχει επιστροφή. Δεν, όλο δεν υπάρχει επιστροφή. Υπάρχει; Δεν; Σχεδόν. Ευθεία μια γραμμή. Το μυαλό. Η ζωή. Το κρεβάτι σου. Μια ευθεία γραμμή. Κατάρρευση. Σχεδόν. Δε μπορώ να σκεφτώ. Δεν μπορώ τη σιωπή. Δεν μπορώ. Σιωπή. Βαθιά παχύρρευστη σιωπή. Δεν μπορώ. Σχεδόν. Σαν να ‘μενες. Εδώ;

"εύσαρκο κάτι σαν φως"