Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Η Διονυσία


Η Διονυσία άφηνε μονάχα μια χαραμάδα ανοιχτή συρρίζοντος ανέμου από ψυχές έρπουσες πίσω από στάχυα αθέριστα. Τα παράθυρα όλα μόλις σουρούπωνε, ερμητικά τα έκλεινε. Τις σκιές έτρεμε. Από αυτά που τις ενσπείρουν πιο πολύ τις σκιές φοβότανε, δεν άνοιγε ποτέ των δωματίων το φως. Ένα-ένα προσεχτικά τα πολυφόρετα ρούχα σε καρέκλα βόλευε, σε γύμνια έμενε ενδόμυχη. Εγκαλούμενες τις νύχτες στο χορταριασμένο της σπίτι οι Μαινάδες κατέφθαναν˙ με χορούς μανικούς, με κραυγές ή τραγούδια. Ξετύλιγαν τα αιματοφέροντα σπάργανα το υπογάστριο αφήνοντας έκθετο, οι μετά τυμπάνων και κυμβάλων καταφθάνουσες Μαινάδες, οι φέρουσες κισσού και σμίλακος στεφάνια. Την επέψαυαν, στα χέρια την κρατούσαν, τη θήλαζαν. Ζώο άγριο, κι αχόρταγο από γέννα, με ψυχή κομμένη άτσαλα από σφαγέα μαχαίρι, των εκδορέων παραγγελία η ψυχή της. Στου σαλονιού τη μέση βλάσταινε ένα δέντρο. Στο σώμα της γύρω τα κλαδιά του τις ώρες ακανθώδεις τυλίγονταν˙ τα κλαδιά του τις νύχτες αγκαλιά τρυφερή και πολύτιμη. Στο χωμάτινο πάτωμα παντού φυτρωμένα λουλούδια, το πάτωμα γεμάτο ξέφωτα και πλαγιές. Αγριοτριανταφυλλιές, μαργαρίτες, ασφόδελοι, παιώνιες, τα δάκρυα τα μαύρα γεννήτορες σπουδαίοι και παρήγοροι. Χορτασμένη πλέον από το γάλα των Μαινάδων, στα πολύχρωμα πέταλα επάνω ξάπλωνε, ρυάκια οδύνης κι ηδονής στο σώμα της έρρεαν. Έτσι ξαπλωμένη, διάπλατα τα πόδια της άνοιγε. Σπλάχνα μωβ, γίγαντες κυανοί, φλόγες βαθιές και κόκκινες, φύλλα σαπισμένα απ’ την κυοφορούσα μήτρα γεννούσε. Τα γεννήματα βοριάς τα σκόρπαγε, παντού, στους τοίχους τα κόλλαγε πάνω. Το σπίτι της αντάρα και φωτιά, φυσούσε ένας αέρας που το τσάκιζε, οι κοφτές της ανάσες βοριάδες παγωμένοι. Κοκάλωνε τότε, έτρεμε, κουβάρι ξυλιασμένο άπλωνε τα χέρια ― δύσκαμπτα, με περίσσια φροντίδα τυλίγονταν, στα σπάργανά της κατέφευγε ξανά. Αύριο. Αύριο, έλεγε, ίσως δεν έρθει αύριο ο βοριάς.

                                                                                                                           "εύσαρκο κάτι σαν φως"