Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Κρεμάστε την!


Είχε έναν ήλιο στα δόντια κι ένα φεγγάρι που λαμπύριζε στα μάτια. Τα σύννεφα σκόρπιζαν με κάθε της ανάσα. Τεράστια καρδιά ως πέλαγο γαλάζιο. Με κόκκινο βαθύ και πράσινο και κυανό τον κόσμο έχτιζε. Με αγάπες-παλίρροιες γεμάτο, με δάφνες και θυμάρια. Της θάλασσας αγαπούσε τα ψάρια, τα πετούμενα τ’ ουρανού προστάτευε. Της ψυχής η αυλή γιασεμιά μοσχοβόλαγε. Για τη γη τρυφερότητα γέμιζε. Και για τους ανθρώπους; Ω πόσο τους λάτρευε, πόσο τις χαρές και τα κρίματά τους συμμερίζονταν! Δάκρυζε στο λίγο τους, από περηφάνια για το μεγαλείο τους φούσκωνε. Και όταν των Σειρήνων οι ωδές τούς ξεστράτιζαν, κατανόηση έδειχνε γι' αυτούς μεγάλη. Με την κελαρυστή, σαν ποτάμι βουνίσιο, φωνή της σκόρπιζε αφειδώλευτα στους γύρω της παρηγοριά. Γέλαγε, δάκρυζε, πονούσε, το χέρι άπλωνε, φώναζε το δίκιο, τα έχει της σκόρπαγε σ' αυτούς που πιο πολύ τα είχανε ανάγκη. Όχι ματαίως, ζούσε!

Πίστευε στη χώρα των θαυμάτων, αυτή, η συλλέκτρια των λαμπρών αστεριών που των καιρών τα σημεία ήξερε να διαβάζει στου ουρανού το πρόσωπο. Αθωότητα και γνώση πως την προστάτευαν πίστευε. Τι πλάνη!

Οι θλιβεροί του κόσμου τούτου, καθώς πάντα βλοσυρά την κοίταζαν τους κήπους χαμογελαστή να διαβαίνει, κρεμάστε την τρελή, φώναζαν.

Κρεμάστε την!