Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Άστεγη ζωή


Λέξεις ανείπωτες. Κατατρώνε ότι μέσα αφάγωτο. Ανέγγιχτες παγώνουν στα χείλη. Λέξεις-λάμιες που στ’ ακρόφτερα της γλώσσας για καιρό κλεισμένες κατοίκισαν. Σέρνονται στο γυμνό κορμί. Τρυπούν τη σάρκα. Ξεσκίζουν βάρβαρα τους πόρους δίχως να στάξει αίματος σταγόνα.

Μνήμες βαθυκόκκινες. Βλέμματα ρουφήχτρες στιγμών. Στιγμές κυκλώνες. Βασανιστικά μακρόσυρτες. Ατσάλινα άστεγα βέλη. Απουσίες. Γέλιο απάτη. Μάτια που χώμα μυρίζουν. Αλάτι μετέωρου. Τροχίζω τα δόντια. Το στομάχι στα χέρια κρατώ. Με λύσσα το δαγκώνω. Λιμάρω τα νύχια. Κόβω σε φέτες μικρές τις φλέβες. Φλέβα εγκόλπια πελώρια γεννιέται. Σκαλώνει στα δέντρα. Την παίρνει η μανταρινιά. Κεντάει μ' αυτήν τα άνθη της. Ποτίζει τα στόματα των φύλλων. Μην παραιτηθείς φωνάζει. Μη σε καταπιεί η λάμια η πεινασμένη ανάγκη.

Επιστρέφω στους γαλακτικούς πόρους. Σε μάνες-τροφούς ποταμών πηχτών ξέχειλους απ’ ανθρώπους σφαγμένους. Στων ματιών τις κόρες που φωτιά θηλάζουν. Στους δρόμους του πολέμου. Που θηλάζουν φόβο. Σε άγριους τόπους και έρημους. Θηλασμοί. Ακάνθινοι.

Νυχτώνει παραίτηση. Κουρνιάζει σ’ αγκαλιά ματωμένη. Πείνα. Δίψα. Φόβος και ικεσία. Δέντρο που θεριεύει. Ρίζες απλώνονται. Μπαίνουν στα δωμάτια. Σκάει το πάτωμα. Το σπίτι εκρήγνυται. Σε κομμάτια χιλιάδες. Σοβάδες, δοκάρια, πλακάκια σκορπούν στον ορίζοντα. Θρύψαλα αιωρούνται. Από σπασμένες τσαγιέρες. Από σπασμένους καθρέφτες. Απ’ ανθρώπους σπασμένους. Νυχτώνει άρνηση. Κενό. Σκόνη. Πείνα. Σκοτάδι. Κενό. Νυχτώνει.
Ζωντανός άστεγος φόβος – νεκρή άταφη ζωή.