Ξαφνικά μας είπανε
πως τρεις ταύροι αφηνιασμένοι
στην αίθουσα μπήκαν του χορού
έσβησαν ευθύς τα λαμπερά τα φώτα
παρίσταναν οι άντρες τους γενναίους
υστερικά οι κυρίες ούρλιαζαν
έσπασαν της χαράς τα ποτήρια
κρυστάλλινες γίνηκαν σταγόνες
στο σκοτάδι μέσα και τον πανικό
κάποιος πυροβόλησε το φόβο στο κεφάλι
στην αίθουσα τη μεγάλη σαν άναψε το φως
έλαμπαν τα ποτήρια μεγαλόπρεπα κι άθικτα
αναίμακτο γυάλιζε του χορού το πάτωμα
γυναίκες κι άντρες μ’ ανακούφιση στέναζαν
ως δια μαγείας πέρασε ετούτο το κακό
στην κορφή ενός βουνού τρεις ταύροι
πέτρες και χώμα με το αίμα τους πότιζαν
κοιτάζοντας αδιάφορα την καταιγίδα που
ξεσπούσε