Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Ονυχοφαγία



Με λύσσα έφτυνε στο πάτωμα τα νύχια που με τα δόντια έκοβε. Στο πάτωμα βουνό τα φαγωμένα τα νύχια. Συνήθεια πολύ παλιά. Παλιά και δοκιμασμένη. Έφτυνε τις μέρες, τον τρόμο, την οργή. Την αδυναμία, τη σιχασιά, την ανασφάλεια έφτυνε.

Μετά έβγαινε έξω, κρύβοντας βαθιά στις τσέπες τους ζογκλέρ που κατοικούσαν μέσα στα φοβισμένα χέρια της. Έβγαινε έξω μαζί με τους εξαγριωμένους ελέφαντες που είχαν σκαρφαλώσει στα πόδια τα σερνάμενα.
Διέσχιζε τα σφαγεία των δρόμων. Κοιτούσε τα βλέμματα των από το τσιγκέλι κρεμασμένων. Οσφραίνονταν το αίμα, τα χνώτα των αχράντων μυστηρίων, τις ανοιχτές κακοφορμισμένες πληγές. Άκουγε τις φωνές των σφαγιασμένων παιδιών που πέτρες γίνανε και πέσανε στο ποτάμι. Άκουγε το γλουπ που κάνανε οι πέτρες. Άκουγε τα ξύλιν’ αλογάκια που βημάτιζαν ασθμαίνοντας πάνω στις σπασμένες πλάκες των βρόμικων πεζοδρομίων. Κλαπ κλαπ κλαπ. Πεινάω. Κλαπ. Διψάω. Κλαπ. Τρέμω. Κλαπ. Μόνος. Κλαπ. Μόνη. Κλαπ. Πονάω. Κλαπ, κλαπ.
Σκόρπισε, λάσπιασε, οικειοθελώς συρρικνώθηκε. Διαλύθηκε σ’ ατάραχο νερό. Στα σφαγεία των δρόμων που διέσχιζε. Στα δωμάτια του τρόμου που κατοικούσε. Τα γεμάτα με θεόρατα τηγάνια. Τα γεμάτα με γιγάντια χέρια. Τα γεμάτα μ’ αρπακτικά κατοικίδια. Τα πνιγμένα από φύκια, απ’ αχινούς και κόκαλα και νύχια φαγωμένα.