Αλήθεια σκληρή. Αμετάκλητη. Πάνω σε τοίχους υγρούς.
Πάνω σε ταβάνια στιγματισμένα από μαυροπούλια πτωματοφάγα. Κι αυτή. Αυτή και το
σπίτι το άδειο˙ σπίτι προγονικό. Με τα κληροδοτημένα του μαυροπούλια τ’
αμέτρητα, που νυχτόημερα την καρδιά της ραμφίζουν. Με τα σκοροφαγωμένα του
έπιπλα, με τα κιτρινισμένα κεντίδια, με τις βρύσες του σακάτικες που ερημία
στάζουν. Κουνάει σπασμωδικά το κεφάλι. Τυφλά τα χέρια απλώνει, χωρομετρά
κυκλικά ψαύοντας των δωματίων τα ξόανα π’ απουσίες κροταλίζουν. Γυμνόπους τα
βήματα σέρνει. Κουζίνα, σαλόνι. Και τούμπαλιν. Μορφές, θύματα κάποτε, κάποτε
θύτες, που δείχνουν σάπια τα δόντια τους με μορφασμούς απαίσιους ― που
αδυσώπητα κραδαίνουν εγκλημάτων σκυτάλες. Προγόνων μορφές που πόνους υφαίναν
ενώ σπέρναν ενοχές. Φόροι κεφαλικοί: από γενιά σε γενιά ορίζονται˙ μ’ αίμα
πληρώνονται μαύρο. Κύφωση στήλης σπονδυλικής. Αθόρυβα το κέλυφος σπάει μην
αντέχοντας του στήθους το βάρος. Αυτή. Το βάρος τ’ ασήκωτο. Το σπίτι το
προγονικό. Αυτό που χρόνων εγκλήματα κυοφορεί, δίχως της λύτρωσης τη γέννα. Μια
θάλασσα το σπίτι νεκρή, με πόρτες χάσκουσες που τις δαγκώνουν κύματα. Το σπίτι.
Έν’ άγριο ζώο που επάνω της ορμά και την ξεσκίζει μία, δυο, φορές είκοσι,
εκατοντάδες. Κι αυτή με ένα δυνατό του πόνου γρυλισμό να μετράει όλο να μετράει
δαγκωματιές. Σούρουπο, νύχτα, φεγγάρι, ήλιος κι ύστερα πάλι σούρουπο. Μέσα σε
δώμα σκοτεινό, σε σπίτι προγονικό, με τα μαυροπούλια του χαιρέκακα που την
κοιτούν από ψηλά κι αυτή ήσυχα-ήσυχα στο ίδιο της το αίμα να βουλιάζει.
Ηλέκτρα κάποτε την έλεγαν. Τώρα, σε ώρες κ' ημέρες
ενέσιμες, «αυτή του 29» την προσφωνούν.