Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Η γιαγιά κι ο παππούς

 


Τα βράδια ο παππούς μου ξυριζότανε κόντρα, φορούσε το μονόπετο κοστούμι του το λίγο ψηλόμεσο, το λίγο μεσάτο, φορούσε κολάρο σφιχτό, τα καλά του έβαζε παπούτσια.

Στο σαλόνι κατέβαινε, άναβε το τζάκι, έβαζε στο γραμμόφωνο μάρκας Britannia δίσκους τανγκό 78 στροφών να παίζουν.

Κατέβαινε τη σκάλα αργά η γιαγιά φορώντας φορέματα υπέροχα άλλοτε από δαντέλα κι άλλοτε από βελούδο. Με το ξανθό της μαλλί το πλατινέ, με μια σταγόνα άρωμα από τ’ αυτιά της πίσω, με μια υποψία κραγιόν στα όμορφά της χείλη.

Την άρπαζε ο παππούς απ’ τη λεπτή της μέση κι άρχιζαν να χορεύουν, να στροβιλίζονται με χάρη στη σάλα. Την κοίταζε στα μάτια με έρωτα μεγάλο, αφηνόταν εκείνη κι έλιωνε στα χέρια του.

Παιδάκι αγέννητο ακόμα εγώ, καθόμουν στο πάνω-πάνω σκαλί της ξύλινης σκάλας που στο σαλόνι οδηγούσε και με τις ώρες εκστασιασμένη τους χάζευα που χόρευαν.

Κάθε φορά, πριν ξημερώσει, η γιαγιά κι ο παππούς γύριζαν πίσω στους τάφους τους.