Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Στης συμφοράς τη χώρα

 


Στης συμφοράς τη χώρα γεννήθηκε. Μα σαν είσαι παιδί, σαν είσαι ακόμα άψητο ζυμάρι χωρίς όρια μπορείς να ονειρεύεσαι. Κοιτούσε ψηλά το παιδί στον ουρανό του τόπου του, χρώματα έδινε σ' ορίζοντες συννεφιασμένους.

Μα σαν έριχνε τα μάτια του στη γη πόσο έκλαιγε, πόσο φοβόταν το παιδί! Μονάχα πτώματα έβλεπε, μονάχα συντρίμμια, μονάχα αιματοκύλισμα, καπνούς και συμφορά. Έβλεπε που φύσαγε του ολέθρου ο βοριάς πάνω από μάνες μισότρελες που ‘ψαχναν τα παιδιά τους κι από μανάδες νεκρές με τα μωρά ακόμα στο βυζί, φύσαγε πάνω από νεκρά αδέλφια αγαπημένα, από λεβέντες πατεράδες που κείτονταν νεκροί. Κρανίου τόπος, ο τόπος του. Σαν έριχνε τα μάτια του στη γη, του πολέμου έβλεπε τη φρίκη.

Άλλη μια βόμβα ρίχτηκε απ' τα μαύρα τα κοράκια. Κομμάτιασε πόδια, σώμα, κεφάλι. Δόθηκαν τα άγια τοις κυσί κι έφυγε και τούτο το παιδί, το άψητο ζυμάρι. Κίνησε ελεύθερο κι ολόκληρο για των σκιών τον κόσμο. Εκεί, στου άπειρου το σιωπηλό τον κήπο, όπου οι μικροί κι αθώοι κατοικούν σαν βιαίως εγκαταλείψανε της συμφοράς τη χώρα.