Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Οβολός


 

Έβαζε πάντα μουσική, όχι για την απόλαυση μα για να καλύψει τη σιωπή. Όλα όσα γίνονταν σε μία στιγμή, όλα όσα γίνονται σε μια ζωή˙ στη σιωπή πάντα. Για μία λέξη γη και ύδωρ έδινε. Λέξη καμιά. Κόκκινα φόραγε, μη και φανούν οι ηλεκτροφόρες μέδουσες στο σώμα το καιόμενο.

Στον ψυχοπομπό τα βράδια τον οβολό της πλήρωνε. Θητείες μυστικές στου μελανού ποταμού το βουητό. Επέστρεφε τη μέρα. Λέξη δεν έβγαζε. Μιλιά. Τ’ άδεια πιάτα απ’ το τραπέζι σήκωνε με ματωμένα χέρια, τα χρόνια της σκούπιζε απ’ το πάτωμα, σφουγγάριζε επιμελώς το μαύρο γάλα που έτρεχε απ’ το στήθος.

Τ’ απογεύματα παρακλητικά έγραφε γράμματα ανεπίδοτα. Γράμματα της επίθεσης και της υποταγής. Ορθή έπειτα ονειρεύονταν. Πως ζούσε στης μανταρινιάς τη χώρα που ’χε ανθισμένα χαράς κλωνάρια. Πως άστραφταν μέσ’ τα μάτια της του ήλιου οι μέρες οι ζεστές που τόσο λαχταρούσε!

Φλεβίτσα κατακόκκινη που έτρεμε. Φλεβίστα που έσπασε σε κομμάτια χίλια. Μια μέρα που φύσαγε ανελέητα. Μια μέρα σαν χιόνι παγωμένη.

Μόνη της σταυρώθηκε; Την σταύρωσαν άλλοι; Τι σημασία έχει πια…