Είπες θα φύγεις˙
πάντα έτσι έκανες
βιαστικά κι αναίτια
δίχως να ρίξεις βλέμμα
χρόνια αιώνια περίμενα
ως χαίνουσα πληγή
στου αβέβαιου την πόρτα
θάνατος αναπόφευκτος
η μάταιη προσμονή
λέω κι εγώ να φύγω
πού να ‘βρω το κουράγιο
γι’ άλλη αναμονή
πόδια μάτια φλέβες ψυχή
να πάρω και να φύγω
ίσκιος του παυσίλυπου ο δρόμος
ίσως την πίκρα τούτη καταπιεί
πέρα στο βάθος του ορίζοντα
εύσπλαχνος ήλιος ανατέλλει