Στην αρχή κλαις
για το παιδί που μέσα σου
σκότωσες
για των ματαιώσεων τις ορδές
για τα φθαρμένα του χρόνου
ρούχα
με τον καιρό συνηθίζεις
τους δρόμους τις απώλειες το
άδειο
καταπίνεις στην αρχή με
δυσκολία
πιο εύκολα μετά
τα εγκαύματα τα μαχαίρια το
αίμα
ύστερα ξεμένεις στο παράθυρο
μπροστά
σε θέση μελλοθάνατου
κλείνεις τα μάτια που κάποτε
ήλιο μάζευαν
τα χέρια κρύβεις που το άδειο
τους χάσκει
υποσχέσεις τραυλίζεις σε χρόνο άκαρπο
κάποιες φορές η ζωή εκδέρει, σκέφτεσαι
όπως το γυαλόχαρτο τον τοίχο
γδέρνει