Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Η νύχτα

 

Πεταλουδίζουν τα μάτια. Φτερουγίζουν τα βλέφαρα ρυθμικά. Ανασαίνοντας εικόνες, ομορφιά δακρύζουν. Τα μάτια τα φλογερά που τη νύχτα ερωτεύτηκαν. Που το σκοτάδι εμπιστεύτηκαν. Όσο πιο μαύρη, τόσο πιο έμπιστη. Έμπιστη τόσο, που μέσα της ταξιδεύεις με τα μάτια κλειστά. Δίχως φόβο σκαρφαλώνεις στο ψηλότερο των ανέμων κατάρτι. Στη βαθύτερη σπηλιά χώνεσαι. Κάτω απ' τους ήχους των αορτικών της τόξων λαγούμια ανοίγονται ασφάλειας. Τρυπώνεις, φωλιάζεις, αφήνεσαι.


Σε σκεπάζει ως πέπλο το βελούδο της, τα μαλλιά σου χαϊδεύοντας. Μυρίζει του σφυγμού σου το άρωμα. Να κλάψεις μέσα της μπορείς δίχως να φοβηθείς τη γύμνια. Γιατί, εδώ, τα μαχαίρια αστοχούν. Γιατί, εδώ, οι δράκοι κοιμούνται. Τη νύχτα οι οδοιπόροι κρατούν τα χθεσινά τους όνειρα προσάναμμα στο κρύο. Ακολουθούν. Εγκαταλείπουν. Μένεις μονάχα εσύ. Εσύ και όσα ονειρεύεσαι. Όσα με θράσος ονειρεύεσαι την ώρα που όλα τριγύρω γκρεμίζονται, την ώρα που των δέντρων τα φύλλα αναθάλλουν. Θροΐζουν μηνύματα της νύχτας τα φύλλα, φλεγόμενη θροΐζουν φωτιά ζωοφόρα. Φωτιά Προμηθέα πίσω απ’ τις αιμάτινες μεμβράνες ενός δύοντος ήλιου. Ανήκω ψιθυρίζεις και γίνεται κρότος ο ψίθυρος τούτος.


Μέσα της φτερουγίζουν λαχτάρες. Ότι ποθήσαμε και δεν είχαμε ποτέ. Ότι ποτέ ψαυστό δεν είχαμε. Μέσα της σώματα ξιφουλκούν. Νικάνε και νικιούνται. Συγχρωτίζονται. Σώματα κυλάνε άλλοτε στο μετάξι της, στ' αγκάθια της άλλοτε αναζητώντας λυτρωμό. Σώματα αθρυμμάτιστα που την απέραντη ερημιά τους να ξεδιψάσουν προσδοκούν. Να δροσίσουν στο δόσιμο της ψυχής τις στέπες τις απέραντες. Ζωή να καρπίσουν την ώρα που η ομίχλη σπέρνει στη νύχτα ανατριχίλες. Την ώρα που τ' άχραντο φεγγάρι, ως ακροβολισμένο ασήμι, αδέσποτο σκορπίζεται. Εδώ. Στου άληκτου χρόνου την αρίθμηση. Στης αστείρευτης πηγής την καταμέτρηση. Στων ατελών κύκλων την αιωνιότητα. Στων χαμένων ευκαιριών τις ψευδαισθήσεις. Στων λέξεων τους ήχους. Στα τσίγκινα στόματα τ’ ανοιγμένα την ώρα που μια απελπισμένη θύελλα απλώνεται στον ουρανό, την ώρα που χορεύουνε τριγύρω μοίρες και κάνουν λιτανείες μέσ' απ' τα σιδερένια τους δόντια.

Εδώ. Σ’ ένα βελούδινο μαύρο τοπίο, όπου μάτια και ψυχές στης αδημονίας τη μέθη αφήνονται.