Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Εργόχειρο

 

Απ' των ποδιών τα δάχτυλα
δέκα πουλιά πετάγανε
δέκα μαχαίρια κόκκινα
τον χιονισμένο δρόμο
δέκα φορές τον κόβανε

κάθε που βράδιαζε
και ήτανε μονάχη
κεντούσε με τα δάχτυλα
ωδίνες ρόδινες και ηδονές



Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Ρακοσυλλέκτρια




Η Ραλλού το χειμώνα μάζευε ολημερίς
σκουπίδια και πτώματα απ’ τους δρόμους
απ’ τους τάφους μάζευε νεκρών φωτογραφίες
όταν ο ήλιος αλύπητα μπαλκόνια πυρπολούσε
μωρά και γέρους άρπαζε και κρύβονταν
μέσα στων λιμανιών τις αποθήκες

Το καλοκαίρι η Ραλλού μισόγυμνη
στο πιο ψηλό κατάρτι ανεβασμένη
τα μάτια της στη θάλασσα ανέμιζε
πίσω απ' τη μικρή κι αθώα πλάτη της
κραύγαζε των σακατεμένων το πλήθος
οι άμωμοι του κόσμου πέτρες έριχναν
κι αυτή εκεί μονάχη και μισόγυμνη
στο πιο ψηλό κατάρτι ανεβασμένη
τα μάτια της στη θάλασσα ανέμιζε




Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Γυμνή


                                              Στεκόταν στο δωμάτιο

άβαφη ξυπόλυτη γυμνή
τον περίμενε

είχε αποβάλει κάθε στολίδι
κάθε της ψέμα


Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Όλα όσα άκουσα


Αφουγκράστηκα

της σκύλας τ’ αλύχτισμα

το μονότονο βόμβο της σφίγγας

της βρώμικης νύχτας τη σιωπή

στις τρώγλες των φτωχοδιάβολων

στ’ άμωμα των κοριτσιών δωμάτια

στων οδοστρωμάτων τα ύδατα τα σάπια

 

του δικαστή το ένοχο δάχτυλο είδα

των αθώων να δικάζει τα μικροπταίσματα

μια παρέα μέσα σε ταβερνείο υπόγειο

σε ποτήρια βρώμικα να πίνει κρασί

ύβρεις ανταλλάσσοντας ανίερες και μεθυσμένες

ένα καράβι σε θάλασσα μαύρη να σαλπάρει

ένα τρένο δίχως μηχανή σε ράγες να κυλά

των γκρεμισμένων κάστρων τη γυναίκα είδα

να καραδοκεί με μάτια αγριεμένα

με μιαν οξεία του πόνου κραυγή

έλεος να εκλιπαρεί ασθμαίνουσα

οι πέτρες να σπάσουν ν’ ανοίξει η γη

των δαιμόνων το νησί να βουλιάξει

 

όλα όσα άκουσα, όλα όσα είδα

των σφαγμών άνοιξαν τους ασκούς




Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Τίποτα πια



Θα σε σκοτώσω ρε σκουπίδι, της φώναζε συνέχεια. Εκείνη έκλεινε αυτιά, μάτια, ψυχή, παράθυρα. Έστρωνε κρεβάτια, σκούπιζε πατώματα, αυλές, δάκρυα. Έπλενε, ξέπλενε, σιδέρωνε τα ρούχα, ψώνιζε τα χρειαζούμενα, του μαγείρευε. Ύστερα, στο μπάνιο κλεινόταν και τον εαυτό της κομμάτια μικρά τεμάχιζε. Κάθε μέρα κι απ’ ένα μικρό κομμάτι. Χέρια, καρδιά, πρόσωπο, κοιλιά, τη ζωή της όλη.


Όταν εκείνος μια μέρα, έξαλλος όπως πάντα, το μαχαίρι σήκωσε δεν βρήκε τίποτα πια απ' αυτήν για να σκοτώσει.