και είδα τότε πως
δεν υπήρχε τίποτα εκεί
μονάχα ήταν
ένα θάμπωμα ψεύτικο
μια σκιά ευτελής
που του φωτός την πορεία
ύπουλα εμπόδιζε
Εσύ
ο γητευτής των άλικων πόθων μου
που
με ανάσες καυτές τις νύχτες μου θρέφεις
ως
πότε; με ρωτάς
κι
εγώ σου απαντώ:
μέχρι
να διαλυθούν τα κύτταρα του κόσμου
μητέρα
και εγώ κολλώ
σαν όστρακο σε βράχο
στο ανεξιχνίαστο μπλε
της αγκαλιάς σου
σήμανε φουρτούνα
σήμανε νύχτα
σκοτάδι εντός μου
μητέρα
φως μόνο
μόνη γαλήνη
του στήθους σου η ανάσα
η ζωηφόρος αγάπη
της τρυφερής ματιάς σου
λίγο κουράγιο ακόμη
μητέρα
τούτο το σκοτάδι ξαρματώνεται
Σαν πέτρα αγιάτρευτη σαν χώμα
ακατάβρεχτο
τ’ απλήρωτα κι ανεκπλήρωτα όνειρα
σαν πουλιά περίκλειστα σε κλουβιά
ασφυκτικά
που λυπημένα κι ανήμπορα τον
ουρανό κοιτάζουν
πάγωσε αμετάκλητα της ελπίδας
το χνώτο
της συνήθειας ήρθε το μαύρο
δηλητήριο
που αίμα θαμπό και σπλάχνα σακάτεψε
καραβιών πανιά κλειστά κάβοι
δεμένοι
που λιμάνι πολύβουο δεν
γνώρισαν
παπούτσια αφόρετα ρούχα
ασκόνιστα
που δεν πορεύτηκαν δρόμο χαράς
όλη η ζωή
νερό αξόδευτο
μέσα
σ’ ένα κύκλο
άνοιξη
χειμώνα καλοκαίρι
φοράει
πάντα ένα καπέλο κόκκινο
η
μικρή Ελένη είναι μια κανάτα
που
σε χίλια κομμάτια έσπασε
σε
τίποτα πια δε χρησιμεύει
η
διάφανη κανάτα η μικρή
η
μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει
τώρα
που έγινε κομμάτια