Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2024

Μητέρα

Σκοτείνιασε το σπίτι μου

μητέρα

και εγώ κολλώ

σαν όστρακο σε βράχο

στο ανεξιχνίαστο μπλε

της αγκαλιάς σου

 

σήμανε φουρτούνα

σήμανε νύχτα

σκοτάδι εντός μου

μητέρα

φως μόνο

μόνη γαλήνη

του στήθους σου η ανάσα

η ζωηφόρος αγάπη

της τρυφερής ματιάς σου

 

λίγο κουράγιο ακόμη

μητέρα

τούτο το σκοτάδι ξαρματώνεται

 

 

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

Η νύχτα

 

Πεταλουδίζουν τα μάτια. Φτερουγίζουν τα βλέφαρα ρυθμικά. Ανασαίνοντας εικόνες, ομορφιά δακρύζουν. Τα μάτια τα φλογερά που τη νύχτα ερωτεύτηκαν. Που το σκοτάδι εμπιστεύτηκαν. Όσο πιο μαύρη, τόσο πιο έμπιστη. Έμπιστη τόσο, που μέσα της ταξιδεύεις με τα μάτια κλειστά. Δίχως φόβο σκαρφαλώνεις στο ψηλότερο των ανέμων κατάρτι. Στη βαθύτερη σπηλιά χώνεσαι. Κάτω απ' τους ήχους των αορτικών της τόξων λαγούμια ανοίγονται ασφάλειας. Τρυπώνεις, φωλιάζεις, αφήνεσαι.


Σε σκεπάζει ως πέπλο το βελούδο της, τα μαλλιά σου χαϊδεύοντας. Μυρίζει του σφυγμού σου το άρωμα. Να κλάψεις μέσα της μπορείς δίχως να φοβηθείς τη γύμνια. Γιατί, εδώ, τα μαχαίρια αστοχούν. Γιατί, εδώ, οι δράκοι κοιμούνται. Τη νύχτα οι οδοιπόροι κρατούν τα χθεσινά τους όνειρα προσάναμμα στο κρύο. Ακολουθούν. Εγκαταλείπουν. Μένεις μονάχα εσύ. Εσύ και όσα ονειρεύεσαι. Όσα με θράσος ονειρεύεσαι την ώρα που όλα τριγύρω γκρεμίζονται, την ώρα που των δέντρων τα φύλλα αναθάλλουν. Θροΐζουν μηνύματα της νύχτας τα φύλλα, φλεγόμενη θροΐζουν φωτιά ζωοφόρα. Φωτιά Προμηθέα πίσω απ’ τις αιμάτινες μεμβράνες ενός δύοντος ήλιου. Ανήκω ψιθυρίζεις και γίνεται κρότος ο ψίθυρος τούτος.


Μέσα της φτερουγίζουν λαχτάρες. Ότι ποθήσαμε και δεν είχαμε ποτέ. Ότι ποτέ ψαυστό δεν είχαμε. Μέσα της σώματα ξιφουλκούν. Νικάνε και νικιούνται. Συγχρωτίζονται. Σώματα κυλάνε άλλοτε στο μετάξι της, στ' αγκάθια της άλλοτε αναζητώντας λυτρωμό. Σώματα αθρυμμάτιστα που την απέραντη ερημιά τους να ξεδιψάσουν προσδοκούν. Να δροσίσουν στο δόσιμο της ψυχής τις στέπες τις απέραντες. Ζωή να καρπίσουν την ώρα που η ομίχλη σπέρνει στη νύχτα ανατριχίλες. Την ώρα που τ' άχραντο φεγγάρι, ως ακροβολισμένο ασήμι, αδέσποτο σκορπίζεται. Εδώ. Στου άληκτου χρόνου την αρίθμηση. Στης αστείρευτης πηγής την καταμέτρηση. Στων ατελών κύκλων την αιωνιότητα. Στων χαμένων ευκαιριών τις ψευδαισθήσεις. Στων λέξεων τους ήχους. Στα τσίγκινα στόματα τ’ ανοιγμένα την ώρα που μια απελπισμένη θύελλα απλώνεται στον ουρανό, την ώρα που χορεύουνε τριγύρω μοίρες και κάνουν λιτανείες μέσ' απ' τα σιδερένια τους δόντια.

Εδώ. Σ’ ένα βελούδινο μαύρο τοπίο, όπου μάτια και ψυχές στης αδημονίας τη μέθη αφήνονται.



Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Πριν αλέκτωρ

 


Η πόλη μυρίζει καπνό και ερημιά

αχνοφέγγουν τα δειλινά στις πλατείες

υγρό τοπίο πάνω από τόπο περήφανο

περήφανο ερημωμένο και νεκρό

άδεια μισογκρεμισμένα κτίρια

πυροδοτούν μνήμες ή εικόνες γεννούν

 

σκυλιά ιχνηλάτες ακολουθούνε το αίμα

σ’ ένα στενό κείτονται σφαγμένες γυναίκες εκατό

με τα μωρά τους να βυζαίνουν άζωο γάλα

πιο πέρα τρία κουφάρια σχεδόν ν’ αγγίζονται

αναπληρώνοντας έτσι της ζωής την απουσία

μια μυρουδιά αφόρητη κι άρρηκτα συνδεδεμένη

μ’ αιματηρές συγκρούσεις μιζέριας και εξαθλίωσης

ανάμεσα σε ζωές που πληγές έγιναν

ανάμεσα σε παιδιά που γέρασαν

πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις

πριν θυμώσουν και εκδικηθούν τα όρνεα

 

υγρασία εγκαταστάθηκε στα σπίτια

αόρατα απειλητική στα πράγματα κάθισε

χωρίς θρόνο έστησε μούχλας βασίλειο

γυάλισε τις αιωνόβιες πλάκες των πεζοδρομίων

δρόσισε τα διψασμένα στόματα των νεκρών

που αθόρυβα και σπαραχτικά θρηνούσαν

σαν οι νύμφες απτόητες αέναο χορό χορεύανε

κι ανέμιζαν πέπλα κι αδειάζανε τις υδρίες τους

 

δυο τρία αλαφιασμένα αδέσποτα γαβγίζανε

με τα μάτια υγρά σαρώνανε τον δρόμο

πιο πέρα ένας γέρος παράταιρα ξεχασμένος

με μαλλιά μακριά και σκαμμένα μάγουλα

και μια ανυπομονησία στο πρόσωπο το γωνιώδες

στα γέρικά του πόδια μια φυλλάδα αναπαύονταν

παλιό και ξεχασμένο κουρέλι από καιρό

με τρεμάμενα χέρια κι ένα γδαρμένο μολύβι

κύκλωνε και μουτζούρωνε αγγελίες

και διάβαζε με στόμφο ιδιαίτερο και δυνατή φωνή

πως ζητείται επειγόντως αθρόα εισαγωγή ελπίδας

νοιώθοντας ξάφνου κάτι σαν φόβο θανάτου

σαν από τσεκούρι πόνο στο στήθος και την πλάτη

έγειρε στο πλάι σαν δέντρο που το ξερίζωσαν απότομα

ξεψυχώντας αθόρυβα σαν πεταλούδα

αφού πρώτα γέμισαν τα πνευμόνια του

από τον γλυκό καπνό μιας άσβεστης φλέβας

 


Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Η ανάγκη

Θεότητα ανθρωπόμορφη
η του χρόνου αναπόδραστη
ανάγκη αιώνια και αγήραντη
ζυγούς βαρείς κι ακαταμάχητους
η μήτρα της γεννά



Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Της ζωής το τρένο


Τι κάθεσαι εκεί και έτσι με κοιτάς με 'κείνο το βλέμμα το κακόμορφο και τ' απεχθές της άκρατης της λύπης; Θαρρείς πως στης ζήσης την ομορφιά δεν ενέκυψα με ζήλο; Θαρρείς πως είμαι εγώ που λιποψύχησα; Πως μαινάδα, που την ευφροσύνη ξερίζωσε, εγώ;

Μα έφτασες, έρμο μου, ως εδώ και δεν το νόγησες ακόμα; Πως σε κάποιους σταθμούς σφύριξε ισχνά της ζωής το τρένο; Πως συριστικά κι επίμονα σε κάποιους άλλους; Σφύριξε και χάθηκε χωρίς να περιμένει. Πότε της αφετηρίας παιδιά και πότε πριν τον σταθμό τον τελευταίο, ούτε που το καταλάβαμε. Στο ενδιάμεσο, κάποιος την τόση ταχύτητα δεν άντεξε. Τους συρμούς εκτροχίασε με τα χέρια του τα δυο.  Ίσως ήμουνα εγώ. Ίσως κάποιος άλλος ήτανε επιβάτης θαρσαλέος.

Σ’ ένα βαγόνι καθισμένοι σε μια θέση στο παράθυρο μπροστά με τα μάτια κλειστά ταξιδέψαμε. Ως πράξη μαθηματικά απλή. Εμείς. Η μονάδα. Του αδηφάγου κι απέραντου σύμπαντος μονάδα. Ταξιδέψαμε με ήχους μονότονα επαναλαμβανόμενους. Αντάρα και βουή στο δια πυρός και σιδήρου ετούτο ταξίδι. Ακούγαμε το τρένο το που στις ράγες έτρεχε. Τις ράγες που υπόκωφα ψιθύριζαν πως φωτιά ανεξέλεγκτη τις σμίλευε. Πως αέρας πεχλιβάνης τις πάγωνε. Εκεί κινηθήκαμε. Στις παγωμένες ράγες. Κολλήσαμε μερικές φορές τ’ αυτί στο παράθυρο. Τη συχνότητα της ζωής αφουγκραστήκαμε. Για λίγο ή για πολύ. Για όσο. Μια αλματώδη άνοδο του ήχου ζήσαμε πριν το διάγραμμα το ευθύγραμμο της πτώσης.

Έπειτα, δια παντός σιωπή.