Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Των δακρύων τα σύμφωνα

Κατά μήκος τρέχεις της μοναξιάς

ασθμαίνεις πόνους-απουσίες

εσαεί μαυροφορούσα για ζώντες και νεκρούς

τάφους σκάβεις καρφώνεις σταυρούς

στις βυσσινιές σου αρτηρίες


θλιμμένα ζωγραφίζεις όνειρα-ερείπια

εν πλήρη οδύνη στα δάκρυά σου

πνίγεσαι πνίγεσαι πνίγεσαι

 

άραγε με πόσα σύμφωνα δακρύων

γράφεται η ζωή;

 

 

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Αχόρταγος βυθός

 


Του άρεσε να τη βλέπει ραγισμένη. Τη μισούσε ολόκληρη. Όπως ο θάνατος της ζωής τη χαρά μισεί. Έφευγε διαρκώς. Κι όταν το μίσος του κόντευε να ξεχάσει, πίσω γυρνούσε. Απ’ την αρχή να ροκανίσει ό,τι όρθιο απέμενε. Κάλυκες άδειοι τα παγερά του μάτια.

Ένα ναυάγιο ήτανε. Ποτέ το μαύρο του βυθού δε θέλησε. Ένα πουλάκι τρυφερό. Τον εύλαλο ουρανό πάντ’ αγαπούσε. Να λούζεται απ’ του ήλιου το χάδι. Να χορταίνει απ’ τα σύννεφα τη δίψα της. Αγάπη και χάδι ποτέ δε γνώρισε. Ούτ’ ήπιε απ’ τα σύννεφα νερό. Όταν εκείνος έφευγε, μια σάρκα που κλαίει το σώμα και ψυχή. Σαν γύριζε, τα ίδια και χειρότερα.

Μια τέτοια μέρα, που άλλο στ’ αμπάρια της τίποτα δε χωρούσε, κατά τη θάλασσα πήγε. Άγκυρες σήκωσε. Για του βυθού κίνησε το μαύρο. Αυτού του βυθού που ποτέ της δε θέλησε.

Ο βυθός αχόρταγος.

Αύτανδρη την κατάπιε.



Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Δίψα

 



Ξαπλώνει σηκώνεται
πεινάει διψάει
διψάει διψάει διψάει
έχει πόδια σάρκα και κοιλιά
κεφάλι έχει και χέρια
αγγίζω το στήθος τη μέση τους γοφούς
τους τόπους τα ραγίσματα τα περάσματά του αγγίζω

ένα χωράφι έμαθα πως είναι
ξερό ραγισμένο γυμνό
το σώμα μου που διψάει
διψάει διψάει διψάει

αυτό το ξερό το σώμα
 

το ραγισμένο και γυμνό
αυτό αυτό αυτό μονάχα
πως είμαι ζωντανή
 

ακόμα μου θυμίζει

 


Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Νερό καθάριο

Το ποτάμι που
με ορμή αδιαπραγμάτευτη
μέσα της έτρεχε
ξέπλενε τις βρομιές του κόσμου

εκείνη
έσκυβε στο σώμα της
κι έπινε νερό
καθάριο

 

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Η Διονυσία


Η Διονυσία άφηνε μονάχα μια χαραμάδα ανοιχτή συρρίζοντος ανέμου από ψυχές έρπουσες πίσω από στάχυα αθέριστα. Τα παράθυρα όλα μόλις σουρούπωνε, ερμητικά τα έκλεινε. Τις σκιές έτρεμε. Από αυτά που τις ενσπείρουν πιο πολύ τις σκιές φοβότανε, δεν άνοιγε ποτέ των δωματίων το φως. Ένα-ένα προσεχτικά τα πολυφόρετα ρούχα σε καρέκλα βόλευε, σε γύμνια έμενε ενδόμυχη. Εγκαλούμενες τις νύχτες στο χορταριασμένο της σπίτι οι Μαινάδες κατέφθαναν˙ με χορούς μανικούς, με κραυγές ή τραγούδια. Ξετύλιγαν τα αιματοφέροντα σπάργανα το υπογάστριο αφήνοντας έκθετο, οι μετά τυμπάνων και κυμβάλων καταφθάνουσες Μαινάδες, οι φέρουσες κισσού και σμίλακος στεφάνια. Την επέψαυαν, στα χέρια την κρατούσαν, τη θήλαζαν. Ζώο άγριο, κι αχόρταγο από γέννα, με ψυχή κομμένη άτσαλα από σφαγέα μαχαίρι, των εκδορέων παραγγελία η ψυχή της. Στου σαλονιού τη μέση βλάσταινε ένα δέντρο. Στο σώμα της γύρω τα κλαδιά του τις ώρες ακανθώδεις τυλίγονταν˙ τα κλαδιά του τις νύχτες αγκαλιά τρυφερή και πολύτιμη. Στο χωμάτινο πάτωμα παντού φυτρωμένα λουλούδια, το πάτωμα γεμάτο ξέφωτα και πλαγιές. Αγριοτριανταφυλλιές, μαργαρίτες, ασφόδελοι, παιώνιες, τα δάκρυα τα μαύρα γεννήτορες σπουδαίοι και παρήγοροι. Χορτασμένη πλέον από το γάλα των Μαινάδων, στα πολύχρωμα πέταλα επάνω ξάπλωνε, ρυάκια οδύνης κι ηδονής στο σώμα της έρρεαν. Έτσι ξαπλωμένη, διάπλατα τα πόδια της άνοιγε. Σπλάχνα μωβ, γίγαντες κυανοί, φλόγες βαθιές και κόκκινες, φύλλα σαπισμένα απ’ την κυοφορούσα μήτρα γεννούσε. Τα γεννήματα βοριάς τα σκόρπαγε, παντού, στους τοίχους τα κόλλαγε πάνω. Το σπίτι της αντάρα και φωτιά, φυσούσε ένας αέρας που το τσάκιζε, οι κοφτές της ανάσες βοριάδες παγωμένοι. Κοκάλωνε τότε, έτρεμε, κουβάρι ξυλιασμένο άπλωνε τα χέρια ― δύσκαμπτα, με περίσσια φροντίδα τυλίγονταν, στα σπάργανά της κατέφευγε ξανά. Αύριο. Αύριο, έλεγε, ίσως δεν έρθει αύριο ο βοριάς.

                                                                                                                           "εύσαρκο κάτι σαν φως"