Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δείγμα γραφής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δείγμα γραφής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

Στο άπειρο

 

Σώματα πλεούμενα

ένα δικό μου

ένα δικό σου

τριγύρω θάλασσα φως

απαγκιάζουν

τα μάτια σου

τα μάτια μου

τριγύρω γιορτή

 

φοράμε σάρκες μόνο

μία δική μου

μία δική σου

τριγύρω χρόνος ανθισμένος

στους σπόνδυλους κυλά

αφή γίνεται

γίνεται ρίγος

ο χρόνος πριν

ο χρόνος μετά


πλέουμε δίχως φόβο

στο άπειρο




Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Η μπάντα



Ένας αγέρας αδιάκοπος τα κορμιά των ανθρώπων στεγνώνει. Οι μέρες μονότονα περνούσαν κάτω απ’ τ’ ανελέητο του καλοκαιριού το φως. Οι ώρες κυλούσαν αργά μέχρι να φτάσει το δειλινό κάτω απ’ έναν ροζ και μαβί ουρανό.

Τις νύχτες οι νεκροί μουσικοί κατέβαιναν στην κοιλάδα και έπαιζαν τα τύμπανα και τις τρομπέτες τους, μ’ έναν τρόπο υπέροχα θρηνητικό. Η πάντα παρούσα θλίψη τους, ως ρεύμα δυνατό, περιδινείται άγρια και παθιασμένα στην κοιλάδα την γεμάτη από λεβάντες θρόουσες και μοσχομυριστές.

Η μπάντα των νεκρών, που ολόκληροι αιώνες καρτερικότητας και γνώσης της ματαιότητας των πραγμάτων βαραίνουν την πλάτη τους, διασχίζει ακούραστα και ρυθμικά την κοιλάδα. Οι νότες, ωσάν τη μοίρα των ανθρώπων, κλαίουσες και αιμάζουσες σκορπίζονται και λιώνουν και χάνονται στον κατάφορτο απ’ απαστράπτοντα άστρα ουρανό.

Μπουμ "σε τι ελπίζεις;", μπουμ –μπουμ "σε τίποτα". Ντουββββν "τι ζητάς;", ταρατατά "τίποτα. απολύτως τίποτα".

Απ’ το βάθος της κοιλάδας, στρόβιλοι αγέρα της μπάντας τη θρηνητική μουσική παντού μεταφέρουν. Οι μέρες και οι νύχτες του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών κυλούν ίδιες κι απαράλλακτες όπως και πριν, όπως τώρα, όπως πάντα…





Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Ξένη

 

Ξένη στο σώμα μου κατοίκισα
στη ζωή μου έζησα ξένη

στου ήλιου την παρέλαση
ήμουν ντυμένη νύχτα



Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Της ζωής η φλόγα

 


Στην αρχή με των χρόνων το πέρασμα τα μπράτσα ζάρωσαν. Τα χέρια έπειτα. Γραμμές η επιδερμίδα γέμισε. Τα στήθη μαράθηκαν. Πλαδάρεψε το αιδοίο ατρόφησε. Μόνη και στραγγισμένη. Αυτό ήταν; Τετέλεσται; Ή μήπως όχι;

Η ψυχή της ακόμη σπαρτάραγε. Προσμένοντας το αύριο, μέσα της άνθιζε ξανά ζωής φλόγα.




Σάββατο 30 Αυγούστου 2025

Πνιγμός

 



Τους φρόντιζε, τίποτα να μην τους λείψει. Ανησυχούσε διαρκώς γι’ αυτούς: αν πεινάνε, αν κρυώνουν, αν κοιμούνται καλά, αν κάποιος τους στεναχώρησε, αν κάτι τους συμβεί, αν… αν… αν… Οδηγίες τους έδινε για το πόσο πρέπει να φάνε, πόσο πρέπει να διαβάσουν, που πρέπει να πάνε, με ποιον μπορούν παρέα να κάνουν, ποιον πρέπει κάποτε να παντρευτούν. Για το δικό τους και μόνο καλό νοιαζόταν. Φύλακας-άγγελός τους. Ασπίδα και βάλσαμο η αγάπη μου, τους έλεγε.


Τους αγαπούσε. Ω πόσο τους αγαπούσε! Άνοιγε μια τεράστια αγκαλιά που τους χώραγε όλους. Μέσα στην αγκαλιά αυτή τους έσφιγγε με αγάπη δυνατή. Ώσπου στο τέλος, έναν-έναν, τους έπνιξε.

Ποτέ δεν κατάλαβε το πώς και το γιατί.



Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Η Άννα

 


Η Άννα κάθεται και κεντά. Κεντάει όνειρα. Κεντάει ελπίδες. Ελπίδες κι όνειρα κεντά. Γαλάζια πουλιά πάνω σε σεντόνια πάλλευκα. Πουλιά φτερουγίσματα. Πουλιά ταξίδια. Η Άννα με τα ροζιασμένα δάχτυλα. Με τις τραχιές παλάμες. Η Άννα με τη ρυτιδωμένη καρδιά. Την κυρτωμένη πλάτη. Η Άννα κεντάει κυκλάμινα. Χελιδόνια σπαθωτά. Χίμαιρες. Ολόγιομα φεγγάρια και μέρες λιοπερίχυτες. Ερωδιούς κεντά που τα φτερά τους χτυπούν παν' σε κουρτίνες πλουμιστές. Γεμίζει τότε το δωμάτιο ουρανό. Δέντρα απλώνουν ρίζες κλαδιά και άνθη. Πεταλούδες τρυφερές ολόγυρα φτερουγίζουν στου δωματίου τα πυκνόφυλλα τα σκιερά τα δάση. Εύφορη γη το πάτωμα γίνεται. Άλλοτε χείμαρρους σκοτεινούς και θάλασσες βαθύσκιωτες με θεριεμένα κύματα κεντά. Ξεχειλίζει τότε το πάτωμα αρμύρα και το σπίτι καράβι παραδομένο στον άνεμο γίνεται. Δίνες παλιρροϊκές ρουφούν καρέκλες τραπέζια και κορνίζες. Η Άννα πράσινη λίμνη ήρεμη. Το σπίτι ανάστατο. Μοναχά στο ταβάνι ένας πολυέλαιος σβηστός ήσυχα-ήσυχα κάθεται, μ' απορία κοιτάζοντας έκδηλη το σπίτι τ' ανάστατο που 'χει πατώματα αλμυρόλουστα γεμάτα από συντρίμμια και άμμο.

Τα βράδια η Άννα κραυγάζει. Παίρνουν δρυοκολάπτες ετούτες τις κραυγές. Με μανία τις ραμφίζουν στων δέντρων τις αυλακώσεις. Απόηχοι κραυγών κλεισμένες για πάντα μες στις καρδιές των δέντρων. Τα βράδια η Άννα αλλοφρονίζεται λυσσά. Παρακαλεί θεούς. Δαίμονες ικετεύει. Από πόνο και φόβο τρελαίνεται τα βράδια. Απ' τα ματωμένα των ερώτων της σφάγια. Απ' τους ωρυγμούς στου αίματος την οσμή των πάντα πεινώντων λύκων. Απ' τις κάργιες π' ανελέητα τσιμπούν τα πρησμένα της χέρια. Απ' την οχιά την κερασφόρο που δηλητήριο χύνει μες στο στεγνό το μαραμένο στόμα. Απ' τα κέρινα των νεκρών πρόσωπα και των σφραγιστών ματιών τ' αντίκρισμα. Απ' τις θηλιές τις κάποτε περασμένες στων κρεμασμένων το μαρμαρένιο λαιμό που στο ταβάνι ακόμα ταλαντεύονται. Η Άννα ικετεύει λύτρωση. Το σπίτι γονατισμένο σύγκορμο τρέμει και θρηνεί. Ρέουν τα πληγωμένα απ' την ερημία δωμάτια. Ουρλιάζει από πόνο η Άννα. Παίρνει ο βοριάς τούτο το ουρλιαχτό. Με μανία το χτυπά στα παράθυρα τα κλειστά. Στην παγερή πνοή της νύχτας απόηχοι ουρλιαχτών τα κλειστά της Άννας παράθυρα.

Η Άννα τη μέρα δεν πονά και δεν φοβάται. Ήρεμη κάθεται και κεντά. Όχι, τη μέρα η Άννα καθόλου δε φοβάται. Καθόλου δεν πονά. Μονάχα σιωπηλή κάθεται. Κάθεται και κεντά. Όνειρα σιωπηλά τη μέρα κεντάει η Άννα.


 

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2025

Δελτίο καιρού 1



Άνεμοι ξέσπασαν σφοδροί
οστά σαθρά απογυμνώνοντας
άγρια θρυμματίζοντας όνειρα ραϊσμένα

σε χρόνο λανθάνοντα ώρες θολές
βραχώδεις στιγμές αμετάκλητες
απ’ του χρόνου περισώζονται το ξέφτισμα




Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Α στερητικό




Όλες μου οι μέρες
και οι νύχτες μου όλες
μ' ένα Α στερητικό
αρχίζουν και τελειώνουν

πρόκες γέμισε 
η ζωή η αδωροδόκητη
κι εγώ η ξυπόλητη
πού να πατήσω, πες μου!



Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

Ονυχοφαγία



Με λύσσα έφτυνε στο πάτωμα τα νύχια που με τα δόντια έκοβε. Στο πάτωμα βουνό τα φαγωμένα τα νύχια. Συνήθεια πολύ παλιά. Παλιά και δοκιμασμένη. Έφτυνε τις μέρες, τον τρόμο, την οργή. Την αδυναμία, τη σιχασιά, την ανασφάλεια έφτυνε.

Μετά έβγαινε έξω, κρύβοντας βαθιά στις τσέπες τους ζογκλέρ που κατοικούσαν μέσα στα φοβισμένα χέρια της. Έβγαινε έξω μαζί με τους εξαγριωμένους ελέφαντες που είχαν σκαρφαλώσει στα πόδια τα σερνάμενα.
Διέσχιζε τα σφαγεία των δρόμων. Κοιτούσε τα βλέμματα των από το τσιγκέλι κρεμασμένων. Οσφραίνονταν το αίμα, τα χνώτα των αχράντων μυστηρίων, τις ανοιχτές κακοφορμισμένες πληγές. Άκουγε τις φωνές των σφαγιασμένων παιδιών που πέτρες γίνανε και πέσανε στο ποτάμι. Άκουγε το γλουπ που κάνανε οι πέτρες. Άκουγε τα ξύλιν’ αλογάκια που βημάτιζαν ασθμαίνοντας πάνω στις σπασμένες πλάκες των βρόμικων πεζοδρομίων. Κλαπ κλαπ κλαπ. Πεινάω. Κλαπ. Διψάω. Κλαπ. Τρέμω. Κλαπ. Μόνος. Κλαπ. Μόνη. Κλαπ. Πονάω. Κλαπ, κλαπ.
Σκόρπισε, λάσπιασε, οικειοθελώς συρρικνώθηκε. Διαλύθηκε σ’ ατάραχο νερό. Στα σφαγεία των δρόμων που διέσχιζε. Στα δωμάτια του τρόμου που κατοικούσε. Τα γεμάτα με θεόρατα τηγάνια. Τα γεμάτα με γιγάντια χέρια. Τα γεμάτα μ’ αρπακτικά κατοικίδια. Τα πνιγμένα από φύκια, απ’ αχινούς,  κόκαλα και νύχια φαγωμένα.


Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Ίδιος καιρός


Η θάλασσα σύννεφα. τρικυμία ο ουρανός. μέρες φωτιάς και  στάχτης. αντάρα ο κόσμος όλος. κρύβεται ο ήλιος. καπνοί άμαξας σχήμα παίρνουν. τη σέρνουν άλογα εφτά. έρχεται λέγω. καταφτάνει ο δια πυράς ερχόμενος. μια αγέλη καταραμένων τους δρόμους γεμίζει. των πενήτων η σύναξη στις πλατείες γίνεται. τις μέρες της φωτιάς που η ζωή στάχτη. αναγεννιέται πάλι σε νύχτες ολόφωτες. η γλώσσα διχαλιάζει όταν φίδια την τρώνε. δροσίζονται τα μάτια σκιές σαν τα δαγκώνουν. φυτρώνουν στα κεφάλια μαλλιά ανταριασμένα. πόδια βαθιές ρίχνουν ρίζες. δέντρο αειθαλές κορμιάζουν. φυλλώνουν κι ανθίζουν τα χέρια. πίνουν νερό απ’ την πηγή της λήθης. φιλιώνουν με τους δαίμονες. το δαιμόνιο γένος μονάχα ανθρώπινο. από ρωγμές ανάμεσα ταξιδεύει το φως. με τις σκιές συναντιέται που ξεγλιστρούν στους δρόμους. νύχτα-μέρα ζωή ίδια .





Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Περιγραφή



Έχω ένα στόμα τρυφερό και λυπημένο
στόμα πικρό μ’ ένα γέλιο-απάτη
έχω τα χέρια μου κλαδιά
φτωχά κλαδιά ξερά και άδεια
έχω τα μάτια μου πουλιά
πληγωμένα έχω πένθιμα πουλιά


έχω ένα στόμα τρυφερό και λυπημένο
δε το φιλούν-             δε το φιλούν όταν ξυπνάει
έχω τα χέρια μου κλαδιά
δεν τα κρατούν-        δεν τα κρατούν όταν λυγίζουν
έχω τα μάτια μου πένθιμα πουλιά
δεν τ’ αγαπούν-        δεν τ’ αγαπούν όταν δακρύζουν 





Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

Μια άλλη



Θα γίνομαι μια άλλη
θ’ εγκαταλείπω το σώμα
αλλιώς θ’ επιστρέφω σ’ αυτό
σαν των χρόνων οι μνήμες
την ορατότητα καλύψουν
σαν της ψυχής οι φωτιές
θα καίνε τα μάτια
σαν θα μιλά το στόμα
του ανέμου τη γλώσσα
σαν θ’ ακούνε τ’ αυτιά
τα δέντρα να βογκούν και να τρίζουν

θα γίνω μια άλλη
θα ζω πένθος αμετάκλητο
π’ ασφαλίζει απ’ τον πόνο
των ακάλυπτων πόρων





Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Απ' το αίμα ως το αίμα

 

Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ήταν
μα σ’ ένοιωσα σαν ήρθες
όπως έρχονται τα θαύματα
όπως τα πουλιά ανθίζουνε φτερά
όπως η καταιγίδα ή όπως ο τυφώνας

με μάτια διάφανα κι ανυπεράσπιστα
με χέρια ολάνοιχτα και λαίμαργα
βουτήξαμε στης αγάπης τη θάλασσα
νυχθημερόν βαπτιζόμενοι στ’ απέραντο
σπαρταράν ψυχές και σώματα
σαν αγαπιόμαστε απ’ το αίμα ως το αίμα
μη γνωρίζοντας μη σημασία δίνοντας
στο πώς στο από πού στο από πότε



Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Μάχη άνιση

 

 


Δράκος το δωμάτιο γιγάντιος. Δηλητήριο σκορπά. Βγάζει δόντια. Μακριά και σουβλερά. Στο λαιμό τα βυθίζει, στην καρδιά και το στήθος. Ρουφάει το αίμα. Τη ζωή ρουφάει. Σαρδόνια γελάει και χαιρέκακα. Ύστερα πύθωνας γίνεται κι όλη την καταπίνει.

Πόρτα, παράθυρα κλειστά.

 

 

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Στης συμφοράς τη χώρα

 


Στης συμφοράς τη χώρα γεννήθηκε. Μα σαν είσαι παιδί, σαν είσαι ακόμα άψητο ζυμάρι χωρίς όρια μπορείς να ονειρεύεσαι. Κοιτούσε ψηλά το παιδί στον ουρανό του τόπου του, χρώματα έδινε σ' ορίζοντες συννεφιασμένους.

Μα σαν έριχνε τα μάτια του στη γη πόσο έκλαιγε, πόσο φοβόταν το παιδί! Μονάχα πτώματα έβλεπε, μονάχα συντρίμμια, μονάχα αιματοκύλισμα, καπνούς και συμφορά. Έβλεπε που φύσαγε του ολέθρου ο βοριάς πάνω από μάνες μισότρελες που ‘ψαχναν τα παιδιά τους κι από μανάδες νεκρές με τα μωρά ακόμα στο βυζί, φύσαγε πάνω από νεκρά αδέλφια αγαπημένα, από λεβέντες πατεράδες που κείτονταν νεκροί. Κρανίου τόπος, ο τόπος του. Σαν έριχνε τα μάτια του στη γη, του πολέμου έβλεπε τη φρίκη.

Άλλη μια βόμβα ρίχτηκε απ' τα μαύρα τα κοράκια. Κομμάτιασε πόδια, σώμα, κεφάλι. Δόθηκαν τα άγια τοις κυσί κι έφυγε και τούτο το παιδί, το άψητο ζυμάρι. Κίνησε ελεύθερο κι ολόκληρο για των σκιών τον κόσμο. Εκεί, στου άπειρου το σιωπηλό τον κήπο, όπου οι μικροί κι αθώοι κατοικούν σαν βιαίως εγκαταλείψανε της συμφοράς τη χώρα.




Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Η ζωή σκυφτά

 

Θα σε σκοτώσω μωρή καργιόλα, ούρλιαξε μέσα στα μούτρα της. Αχάριστη παλιοπουτάνα νεκρή θα σε στείλω στη μάνα σου! Έτσι ρε, για να καταλάβεις ποιος είναι το αφεντικό εδώ μέσα! Λέγε ρε! Λέγε! Θα ξαναπείς όχι σε μένα; Έβγαζε αφρούς από το στόμα.

Το κεφάλι εκείνη έσκυψε, στο πάτωμα έριξε τα μάτια, έκανε να φύγει, να σωθεί. Εκείνος την πρόλαβε. Απ’ τα μαλλιά τη βούτηξε, μπουνιές τις έριξε, κλωτσιές σ’ όλο το σώμα, η μαύρη του ψυχή την έγδαρε παντού.

Έφυγε το δέρμα, έφυγε το πρόσωπο, πόδια και χέρια παρέλυσαν.

Έφυγε η ζωή σκυφτά.




Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Προσμονή

 




Καλπάζουμε στην πλάτη της σιωπής

στις φτερούγες ονείρων νεκρών

γυρεύοντας έναν κήπο σκιερό

της ψυχής ν’ απιθώσουμε τις ρίζες

κι ως τότε μέχρι ρανίδας πίνουμε

της πίκρας την αόρατη βροχή

αποσαρκωμένοι κι ανυπόδητοι

πνιγμένοι σε φεγγάρια μαύρα και πικρά

μιας προσμονής απαρηγόρητης



Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Εγέρθητι

Άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει

πριν του ψεύδους σου η ζωή σε παραλύσει

πριν ζήσεις μ' ευτέλεια αχρειότητα και θλίψη

πριν χρειασθεί, για να σωθείς, θαύμα να γίνει

 

 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Έρημο σώμα

 


Μόνη. βυθίζεσαι. μόνη. κεφάλι σκυφτό. παραπαίον σώμα. βήματα. μόνη. πάνω-κάτω στο σπίτι. έρημο σπίτι. παραπαίον σώμα. ξεβρασμένο σώμα σε σπίτι έρημο. βήματα-αράχνες. σπίτι-παγίδα. πάνω-κάτω στο σπίτι. αράχνες σε σπίτι-παγίδα. βήματα. ερημιά. χέρια μόνα. γδέρνουν ματώνουν το σώμα. ερημιά. πάνω-κάτω στο σπίτι. τ' αδυσώπητα κι ανείπωτα. στους τοίχους στο πάτωμα χαραγματιές. τ' αδυσώπητα κι ανείπωτα χαραγματιές. έρημο σώμα. χθόνιο. χέρια έρημα. γίνονται σκιές και χάνονται στη νύχτα. τα χέρια. το σώμα. στο έρημο σπίτι. το γεμάτο των ανείπωτων κι αδυσώπητων τις χαραγματιές.

πάνω-κάτω στο σπίτι. βήματα ξυραφιές. βήματα ραψωδοί ψυχής ερημωμένης. μόνη. μόνη. μόνη. αγωνίας παραλήρημα. γύρω σκιές. παγωνιά. γύρω σκιές και κουρέλια. γύρω έμβρυα νεκρά. ερώτων σαρκοφάγων. νεκρά τα πολυπόθητα τα έμβρυα. νεκρά. κρεβάτι σαβανωμένο. έρωτες έμβρυα νεκρά. μόνη. μόνη. μόνη. πηγάδι που στον πάτο σε ρουφάει. βυθίζεσαι. κρεβάτι-πηγάδι που σε ρουφάει. παγωνιά. ούτε ένα χέρι να σε τραβήξει. ούτε ένα χνώτο να σε ζεστάνει. παγωνιά. πάνω-κάτω τα παγωμένα μέλη. έρημα κινούνται στο πουθενά. ερήμους ματαίως ενώνουν. μάταια βήματα. βήματα μάταια πάνω σε γυαλιά. σπασμένα ματωμένα γυαλιά. σπιθαμή προς σπιθαμή βήματα αιμάτινα. σε σχοινί τεντωμένο. σε κουζίνα-σαλόνι-δωμάτιο. βήματα. παγωμένα βήματα σε σχοινί τεντωμένο. μόνη. μόνη. μόνη. ερημιά.

 

 

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Ζωή στραγγισμένη



Πρέπει φροντίδα. Πρέπει παιδιά. Πρέπει σπίτι. Πρέπει δουλειά. Πρέπει πλύσιμο, ξεσκόνισμα και σίδερο. Πρέπει γονείς. Πρέπει νοσοκόμα, μαγείρισσα, κουβαλήτρια, τροφός. Πρέπει γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες, μνημόσυνα. Πρέπει δυνατή. Πρέπει αντοχή. Πρέπει να τρέξει, να προλάβει, να προβλέψει, να στηρίξει, να υπομένει, ν’ αναλάβει κι’ αυτό κι’ εκείνο κι’ ετούτο και τ' άλλο.

Μέρα τη μέρα πότιζε αδιάλειπτα των πρέπει τα θεριά. Χρόνο το χρόνο ανεμόδαρτη κι απότιστη ξεραίνονταν η δίχως ζωή, ζωή της.

Τώρα κανείς. Άδεια ζωή στραγγισμένη. Στη σκοτεινή αφέθηκε τη θάλασσα του τίποτα, π’ αθόρυβα και ύπουλα την έπνιξε.