Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Πριν αλέκτωρ

 


Η πόλη μυρίζει καπνό και ερημιά

αχνοφέγγουν τα δειλινά στις πλατείες

υγρό τοπίο πάνω από τόπο περήφανο

περήφανο ερημωμένο και νεκρό

άδεια μισογκρεμισμένα κτίρια

πυροδοτούν μνήμες ή εικόνες γεννούν

 

σκυλιά ιχνηλάτες ακολουθούνε το αίμα

σ’ ένα στενό κείτονται σφαγμένες γυναίκες εκατό

με τα μωρά τους να βυζαίνουν άζωο γάλα

πιο πέρα τρία κουφάρια σχεδόν ν’ αγγίζονται

αναπληρώνοντας έτσι της ζωής την απουσία

μια μυρουδιά αφόρητη κι άρρηκτα συνδεδεμένη

μ’ αιματηρές συγκρούσεις μιζέριας και εξαθλίωσης

ανάμεσα σε ζωές που πληγές έγιναν

ανάμεσα σε παιδιά που γέρασαν

πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις

πριν θυμώσουν και εκδικηθούν τα όρνεα

 

υγρασία εγκαταστάθηκε στα σπίτια

αόρατα απειλητική στα πράγματα κάθισε

χωρίς θρόνο έστησε μούχλας βασίλειο

γυάλισε τις αιωνόβιες πλάκες των πεζοδρομίων

δρόσισε τα διψασμένα στόματα των νεκρών

που αθόρυβα και σπαραχτικά θρηνούσαν

σαν οι νύμφες απτόητες αέναο χορό χορεύανε

κι ανέμιζαν πέπλα κι αδειάζανε τις υδρίες τους

 

δυο τρία αλαφιασμένα αδέσποτα γαβγίζανε

με τα μάτια υγρά σαρώνανε τον δρόμο

πιο πέρα ένας γέρος παράταιρα ξεχασμένος

με μαλλιά μακριά και σκαμμένα μάγουλα

και μια ανυπομονησία στο πρόσωπο το γωνιώδες

στα γέρικά του πόδια μια φυλλάδα αναπαύονταν

παλιό και ξεχασμένο κουρέλι από καιρό

με τρεμάμενα χέρια κι ένα γδαρμένο μολύβι

κύκλωνε και μουτζούρωνε αγγελίες

και διάβαζε με στόμφο ιδιαίτερο και δυνατή φωνή

πως ζητείται επειγόντως αθρόα εισαγωγή ελπίδας

νοιώθοντας ξάφνου κάτι σαν φόβο θανάτου

σαν από τσεκούρι πόνο στο στήθος και την πλάτη

έγειρε στο πλάι σαν δέντρο που το ξερίζωσαν απότομα

ξεψυχώντας αθόρυβα σαν πεταλούδα

αφού πρώτα γέμισαν τα πνευμόνια του

από τον γλυκό καπνό μιας άσβεστης φλέβας