Η Άννα
κάθεται και κεντά. Κεντάει όνειρα. Κεντάει ελπίδες. Ελπίδες κι όνειρα κεντά.
Γαλάζια πουλιά πάνω σε σεντόνια πάλλευκα. Πουλιά φτερουγίσματα. Πουλιά ταξίδια.
Η Άννα με τα ροζιασμένα δάχτυλα. Με τις τραχιές παλάμες. Η Άννα με τη
ρυτιδωμένη καρδιά. Την κυρτωμένη πλάτη. Η Άννα κεντάει κυκλάμινα. Χελιδόνια
σπαθωτά. Χίμαιρες. Ολόγιομα φεγγάρια και μέρες λιοπερίχυτες. Ερωδιούς κεντά που
τα φτερά τους χτυπούν παν' σε κουρτίνες πλουμιστές. Γεμίζει τότε το δωμάτιο
ουρανό. Δέντρα απλώνουν ρίζες κλαδιά και άνθη. Πεταλούδες τρυφερές ολόγυρα
φτερουγίζουν στου δωματίου τα πυκνόφυλλα τα σκιερά τα δάση. Εύφορη γη το πάτωμα
γίνεται. Άλλοτε χείμαρρους σκοτεινούς και θάλασσες βαθύσκιωτες με θεριεμένα
κύματα κεντά. Ξεχειλίζει τότε το πάτωμα αρμύρα και το σπίτι καράβι παραδομένο
στον άνεμο γίνεται. Δίνες παλιρροϊκές ρουφούν καρέκλες τραπέζια και κορνίζες. Η
Άννα πράσινη λίμνη ήρεμη. Το σπίτι ανάστατο. Μοναχά στο ταβάνι ένας πολυέλαιος
σβηστός ήσυχα-ήσυχα κάθεται, μ' απορία κοιτάζοντας έκδηλη το σπίτι τ' ανάστατο
που 'χει πατώματα αλμυρόλουστα γεμάτα από συντρίμμια και άμμο.
Τα
βράδια η Άννα κραυγάζει. Παίρνουν δρυοκολάπτες ετούτες τις κραυγές. Με μανία
τις ραμφίζουν στων δέντρων τις αυλακώσεις. Απόηχοι κραυγών κλεισμένες για πάντα
μες στις καρδιές των δέντρων. Τα βράδια η Άννα αλλοφρονίζεται λυσσά. Παρακαλεί
θεούς. Δαίμονες ικετεύει. Από πόνο και φόβο τρελαίνεται τα βράδια. Απ' τα
ματωμένα των ερώτων της σφάγια. Απ' τους ωρυγμούς στου αίματος την οσμή των
πάντα πεινώντων λύκων. Απ' τις κάργιες π' ανελέητα τσιμπούν τα πρησμένα της
χέρια. Απ' την οχιά την κερασφόρο που δηλητήριο χύνει μες στο στεγνό το
μαραμένο στόμα. Απ' τα κέρινα των νεκρών πρόσωπα και των σφραγιστών ματιών τ'
αντίκρισμα. Απ' τις θηλιές τις κάποτε περασμένες στων κρεμασμένων το μαρμαρένιο
λαιμό που στο ταβάνι ακόμα ταλαντεύονται. Η Άννα ικετεύει λύτρωση. Το σπίτι
γονατισμένο σύγκορμο τρέμει και θρηνεί. Ρέουν τα πληγωμένα απ' την ερημία
δωμάτια. Ουρλιάζει από πόνο η Άννα. Παίρνει ο βοριάς τούτο το ουρλιαχτό. Με
μανία το χτυπά στα παράθυρα τα κλειστά. Στην παγερή πνοή της νύχτας απόηχοι
ουρλιαχτών τα κλειστά της Άννας παράθυρα.
Η Άννα
τη μέρα δεν πονά και δεν φοβάται. Ήρεμη κάθεται και κεντά. Όχι, τη μέρα η Άννα
καθόλου δε φοβάται. Καθόλου δεν πονά. Μονάχα σιωπηλή κάθεται. Κάθεται και
κεντά. Όνειρα σιωπηλά τη μέρα κεντάει η Άννα.